άρθρο του καθηγητή κ. Κ. Θ. Μπουχέλου στο περιοδικό
"Το μουσείο" (τεύχος 7, Σεπτέμβρης 2010)
Ανάμεσα στους βιολογικούς παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν μικρές ή μεγάλες φθορές στα εκτιθέμενα σε μουσεία, βιβλιοθήκες ή αρχεία αντικείμενα, τα έντομα αποτελούν πρωταρχικής σημασίας εχθρούς. Είναι γνωστό ότι κάθε οργανισμός που προσβάλλει υλικά σε κατοικίες, αποθήκες ή άλλα κτίρια, συμβαίνει να είναι επίσης εχθρός των ειδών και υλικών που φυλάσσονται ή εκτίθενται
στους παραπάνω χώρους (Μπουχέλος, 2005). Η ζημιά που προκαλεί ένα έντομο σε μουσείο είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από εκείνη που θα προκαλούσε το ίδιο σε μια κατοικία ή χώρους γραφείων, όπως τα Dermestidae σε κάποια ταριχευμένη αρκούδα ή τα Tineidae σε εκτιθέμενες ενδυμασίες ή κάποιο είδος Anobiidae που μπορεί να καταστρέψει, εκτός πολλών άλλων, και αναντικατάστατα
δείγματα σε βοτανολογικές ή ζωολογικές συλλογές (Linsley, 1944).
στους παραπάνω χώρους (Μπουχέλος, 2005). Η ζημιά που προκαλεί ένα έντομο σε μουσείο είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από εκείνη που θα προκαλούσε το ίδιο σε μια κατοικία ή χώρους γραφείων, όπως τα Dermestidae σε κάποια ταριχευμένη αρκούδα ή τα Tineidae σε εκτιθέμενες ενδυμασίες ή κάποιο είδος Anobiidae που μπορεί να καταστρέψει, εκτός πολλών άλλων, και αναντικατάστατα
δείγματα σε βοτανολογικές ή ζωολογικές συλλογές (Linsley, 1944).
Τα έντομα προκαλούν φθορά στα μουσειακά αντικείμενα είτε τρεφόμενα από τα διάφορα υλικά (ποσοτική φθορά), είτε ρυπαίνοντας ή μολύνοντας τα εκθέματα και τους χώρους με τα περιττώματα ή τις εκκρίσεις τους (ποιοτική φθορά). Η παρουσία εντόμων (τρίχες, λέπια) και ακάρεων όπως βιβλίων, σκόνης κ.ά., προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις στο προσωπικό και τους επισκέπτες όπου τα πιο «αθώα» συμπτώματα είναι κνησμός (φαγούρα) και δερματίτιδες, αλλά μπορούν
και να αποβούν μοιραία σε ευαίσθητα (αλλεργικά)άτομα. Τέλος, αρκετά έντομα, π.χ. κατσαρίδες, μεταφέρουν και μεταδίδουν με το σώμα ή το πεπτικό σύστημά τους επικίνδυνες ασθένειες (Rueger & Olson, 1969, Roth & Willis, 1960). Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση των επιβλαβών εντόμων είναι
η γνώση της μορφολογίας, της βιολογίας και της
ηθολογίας τους.
και να αποβούν μοιραία σε ευαίσθητα (αλλεργικά)άτομα. Τέλος, αρκετά έντομα, π.χ. κατσαρίδες, μεταφέρουν και μεταδίδουν με το σώμα ή το πεπτικό σύστημά τους επικίνδυνες ασθένειες (Rueger & Olson, 1969, Roth & Willis, 1960). Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση των επιβλαβών εντόμων είναι
η γνώση της μορφολογίας, της βιολογίας και της
ηθολογίας τους.
Η γνώση της μορφολογίας κατευθύνει στην ακριβή ταυτοποίηση (προσδιορισμό) του είδους, καθώς τα περισσότερα έντομα έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, ενώ η δράση τους είναι εντελώς διαφορετική.
Η διάγνωση τότε μπορεί να είναι εσφαλμένη και η αντιμετώπιση να μην είναι η ενδεδειγμένη. Η γνώση της βιολογίας και της ηθολογίας κάθε είδους καθοδηγεί τη σωστή παρακολούθηση και πρόγνωση μιας
προσβολής ανάλογα με το βιολογικό κύκλο και τις τροφικές ή περιβαλλοντικές συνήθειές του. Σε αδρές γραμμές, η κατάταξη των επιβλαβών εντόμων μπορεί να είναι η ακόλουθη: Έντομα ενδυμάτων, ξύλου και χαρτιού, αποθηκευμένων προϊόντων, υγρασίας, γενικής φύσεως.
Έντομα ενδυμάτων
Διακρίνονται σε σκώρους – κολεόπτερα Dermestidae) και σκώρους – λεπιδόπτερα (Tineidae).
Διακρίνονται σε σκώρους – κολεόπτερα Dermestidae) και σκώρους – λεπιδόπτερα (Tineidae).
Το στάδιο όπου τα έντομα αυτά γίνονται αντιληπτά είναι το τέλειο (σκαθάρι ή πεταλούδα), καθώς τότε έχουν την ικανότητα να πετούν και αρκετά ελκύονται από το φυσικό ή τεχνητό φως. Τα τέλεια όμως
δεν προκαλούν φθορές καθώς τρέφονται με γύρη ανθέων ή και καθόλου. Το στάδιο που προκαλεί φθορές είναι η προνύμφη, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό των υλικών ή σε πτυχώσεις και σπανίως
είναι ορατή (Linsley, 1944). Τα πιο κοινά είδη Dermestidae είναι τα: Attagenus unicolor, Anthrenus verbasci, A. Museorum,
A. scrophulariae, A. flavipes. Οι προνύμφες των Dermestidae τρέφονται με αποξηραμένες ζωϊκές ύλες: μαλλί, μετάξι, τσόχα,
γούνες, φτερά, χαλιά, δέρμα, κεράτινα και οστέϊνα αντικείμενα, βοτανολογικές και εντομολογικές συλλογές, γέμιση ταριχευμένων ζώων κ.ά. Δεν προσβάλλουν συνθετικές ύλες, αλλά μερικές φορές
καταστρέφουν συνθετικό με μαλλί ή συνθετικό που έχει εμποτιστεί με ούρα, ιδρώτα, αίμα ή τροφές. Τα Tineidae είναι μικρού μεγέθους πεταλούδες με άνοιγμα πτερύγων μικρότερο των 18χιλ. Η βασική
τροφή των προνυμφών τους (τα τέλεια δεν προκαλούν φθορές) είναι τα λερωμένα μάλλινα υφάσματα, αλλά τρέφονται, επίσης, με μετάξι, τσόχα, γούνες, φτερά και τρίχωμα ζώων. Στα μουσεία, επίσης, καταστρέφουν μάλλινα (συχνά στρατιωτικές στολές), καπέλα με φτερά, κούκλες, τριχωτές βούρτσες, πλεκτά εργόχειρα και υφαντά εκθέματα
Τα πιο κοινά μικρολεπιδόπτερα στα μουσεία είναι τα:
Tinea pellionella, Tineola bisseliella, Trichophaga tapetzella και Hofmannophila pseudospretella. Οι σκώροι, γενικώς, τρέφονται με πρωτεϊνικές οργανικές ουσίες (πρωτεΐνη, κερατίνη) όμως μερικά
είδη προσβάλλουν και φυτικά υλικά (σπόρους σιτηρών, γεμίσματα επίπλων κ.ά.). Τα λινά και βαμβακερά ενδύματα ή όσα περιέχουν στη σύνθεσή τους και φυτικές ύλες, προσβάλλονται μόνον όταν είναι εμποτισμένα με σωματικά εκκρίματα ή τροφές.
γούνες, φτερά, χαλιά, δέρμα, κεράτινα και οστέϊνα αντικείμενα, βοτανολογικές και εντομολογικές συλλογές, γέμιση ταριχευμένων ζώων κ.ά. Δεν προσβάλλουν συνθετικές ύλες, αλλά μερικές φορές
καταστρέφουν συνθετικό με μαλλί ή συνθετικό που έχει εμποτιστεί με ούρα, ιδρώτα, αίμα ή τροφές. Τα Tineidae είναι μικρού μεγέθους πεταλούδες με άνοιγμα πτερύγων μικρότερο των 18χιλ. Η βασική
τροφή των προνυμφών τους (τα τέλεια δεν προκαλούν φθορές) είναι τα λερωμένα μάλλινα υφάσματα, αλλά τρέφονται, επίσης, με μετάξι, τσόχα, γούνες, φτερά και τρίχωμα ζώων. Στα μουσεία, επίσης, καταστρέφουν μάλλινα (συχνά στρατιωτικές στολές), καπέλα με φτερά, κούκλες, τριχωτές βούρτσες, πλεκτά εργόχειρα και υφαντά εκθέματα
Τα πιο κοινά μικρολεπιδόπτερα στα μουσεία είναι τα:
Tinea pellionella, Tineola bisseliella, Trichophaga tapetzella και Hofmannophila pseudospretella. Οι σκώροι, γενικώς, τρέφονται με πρωτεϊνικές οργανικές ουσίες (πρωτεΐνη, κερατίνη) όμως μερικά
είδη προσβάλλουν και φυτικά υλικά (σπόρους σιτηρών, γεμίσματα επίπλων κ.ά.). Τα λινά και βαμβακερά ενδύματα ή όσα περιέχουν στη σύνθεσή τους και φυτικές ύλες, προσβάλλονται μόνον όταν είναι εμποτισμένα με σωματικά εκκρίματα ή τροφές.
Αρκετά έντομα προσβάλλουν ξύλινα αλλά και χάρτινα αντικείμενα καθώς ξύλο και χαρτί έχουν ως βασικό συστατικό την κυτταρίνη. Τα πιο κοινά είδη ανήκουν στα ξυλοφάγα κολεόπτερα (σαράκια) και
στους τερμίτες ξηρού ξύλου (Μπουχέλος, 2008). Σαράκια. Ανήκουν κυρίως στις οικογένειες Anobiidae, Lyctidae και Bostrychidae. Οι προνύμφες τους τρεφόμενες μπορούν, με την πάροδο του χρόνου, να μετατρέψουν τα υλικά σε μάζα λεπτής σκόνης. Περνούν μήνες και χρόνια στο εσωτερικό των προσβεβλημένων υλικών. Η παρουσία τους
γίνεται αντιληπτή όταν βγουν στην επιφάνεια ως τέλεια έντομα (σκαθάρια) αφήνοντας μικρά κυκλικά ανοίγματα (οπές εξόδου) και σωρούς από λεπτό πριονίδι. Ενώ τα Lyctidae προσβάλλουν μόνο
σκληρό ξύλο, τα υπόλοιπα προσβάλλουν και μαλακό. Τα αντικείμενα μουσείων που προσβάλλονται συνήθως είναι: ξύλινα χειροτεχνήματα, κορνίζες, έπιπλα, λαβές εργαλείων, κοντάκια όπλων, τέμπλα
εκκλησιών, εικόνες, βιβλία, παιχνίδια, πατώματα και άλλες ξυλοκατασκευές.
στους τερμίτες ξηρού ξύλου (Μπουχέλος, 2008). Σαράκια. Ανήκουν κυρίως στις οικογένειες Anobiidae, Lyctidae και Bostrychidae. Οι προνύμφες τους τρεφόμενες μπορούν, με την πάροδο του χρόνου, να μετατρέψουν τα υλικά σε μάζα λεπτής σκόνης. Περνούν μήνες και χρόνια στο εσωτερικό των προσβεβλημένων υλικών. Η παρουσία τους
γίνεται αντιληπτή όταν βγουν στην επιφάνεια ως τέλεια έντομα (σκαθάρια) αφήνοντας μικρά κυκλικά ανοίγματα (οπές εξόδου) και σωρούς από λεπτό πριονίδι. Ενώ τα Lyctidae προσβάλλουν μόνο
σκληρό ξύλο, τα υπόλοιπα προσβάλλουν και μαλακό. Τα αντικείμενα μουσείων που προσβάλλονται συνήθως είναι: ξύλινα χειροτεχνήματα, κορνίζες, έπιπλα, λαβές εργαλείων, κοντάκια όπλων, τέμπλα
εκκλησιών, εικόνες, βιβλία, παιχνίδια, πατώματα και άλλες ξυλοκατασκευές.
Τα κυριότερα σαράκια είναι τα: Anobium punctatum, Nicobium sp., Xestobium rufovillosum, Euvrilletta peltata (Anobiidae), τα Lyctus
brunneus, Lyctus africanus (Lyctidae) και τα Bostrychus capucinus, Dinoderus minutus, D. brevis, Scobicia shevrieri (Bostrychidae).
Επικίνδυνα, επίσης, είδη σαρακιών περιλαμβάνει και η οικογένεια Cerambycidae με πρώτο το Hylotrupes bajulus (Μπουχέλος, 2003α).
Τερμίτες ξηρού ξύλου. Ανήκουν στην τάξη Ισόπτερα. Σε αντίθεση με τους συγγενείς τους, του εδάφους, οι τερμίτες αυτοί εγκαθιστούν αποικίες σε ξηρό και γερό (απρόσβλητο) ξύλο με μικρή περιεκτικότητα σε υγρασία χωρίς να χρειάζονται επαφή με το έδαφος. Προσβάλλουν όλων των ειδών ξύλινα αντικείμενα στο εσωτερικό τους, αφήνοντας τις εξωτερικές επιφάνειες ανέπαφες (κρυφή προσβολή). Τρέφονται σκάβοντας θαλάμους που ενώνονται με τις στοές. Μέσα στις στοές υπάρχουν σωροί από στεγνά εξάπλευρα περιττώματα που οι τερμίτες έχουν σπρώξει εκτός των θαλάμων (Μπουχέλος, 2008). Προσβάλλουν, επίσης, με την ίδια ευκολία, χάρτινα αντικείμενα· στα δε βιβλία τρέφονται και με την αμυλόκολλα της βιβλιοδεσίας
Τερμίτες ξηρού ξύλου. Ανήκουν στην τάξη Ισόπτερα. Σε αντίθεση με τους συγγενείς τους, του εδάφους, οι τερμίτες αυτοί εγκαθιστούν αποικίες σε ξηρό και γερό (απρόσβλητο) ξύλο με μικρή περιεκτικότητα σε υγρασία χωρίς να χρειάζονται επαφή με το έδαφος. Προσβάλλουν όλων των ειδών ξύλινα αντικείμενα στο εσωτερικό τους, αφήνοντας τις εξωτερικές επιφάνειες ανέπαφες (κρυφή προσβολή). Τρέφονται σκάβοντας θαλάμους που ενώνονται με τις στοές. Μέσα στις στοές υπάρχουν σωροί από στεγνά εξάπλευρα περιττώματα που οι τερμίτες έχουν σπρώξει εκτός των θαλάμων (Μπουχέλος, 2008). Προσβάλλουν, επίσης, με την ίδια ευκολία, χάρτινα αντικείμενα· στα δε βιβλία τρέφονται και με την αμυλόκολλα της βιβλιοδεσίας
Λόγω της παρεμφερούς μορφολογίας τους (λευκά μυρμήγκια) συγχέονται εύκολα με τα μυρμήγκια, τα οποία όμως ανήκουν στα Hymenoptera. Ο
πιο κοινός στην Ελλάδα τερμίτης ξηρού ξύλου είναι το είδος Kalotermes flavicolis.
Έντομα αποθηκών
Πολλά είδη εντόμων που είναι «έντομα αποθηκών», καθώς αποτελούν εχθρούς αποθηκευμένων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, μπορούν να
βρεθούν και να καταστρέψουν αντικείμενα σε μουσεία, καθώς αρκετά εκθέματα περιέχουν σπόρους, ξηρούς καρπούς, ξηρά φρούτα, φυτά κ.ά. Τα πιο κοινά από αυτά είναι τα κολεόπτερα Lasioderma serricorne και Stegobium paniceum.
To Lasioderma serricorne προσβάλλει κυρίως ξηρό και κατεργασμένο καπνό αλλά και μεγάλη ποικιλία τροφών. Όσον αφορά τα μουσεία, είναι πολύ επικίνδυνο για τις βιβλιοθήκες (χαρτί) και τις
βοτανολογικές και εντομολογικές συλλογές. Το Stegobium paniceum τρέφεται με μεγάλη ποικιλία τροφίμων και μπαχαρικών, είναι εχθρός των βιβλίων και χειρογράφων, έχει βρεθεί να τρέφεται με μούμιες και είναι ικανό να μασήσει φύλλα λευκοσιδήρου και μολύβδου Μπουχέλος, 2005).
Έντομα υγρασίας
Τα εκθέματα δεν απειλούνται μόνο από την υγρασία αλλά και από τους οργανισμούς που αναπτύσσονται εξαιτίας της. Οι πιο επικίνδυνοι από τους οργανισμούς αυτούς είναι οι μύκητες (μούχλες) και τα Psocoptera, έντομα που τρέφονται από αυτούς. Τα Psocoptera είναι μικροσκοπικά (1-3 χιλ.), συνήθως άπτερα και προσβάλλουν κυρίως νοτισμέναμουχλιασμένα βιβλία. Τρέφονται με τους μύκητες που αναπτύσσονται σε αυτά και με την κόλλα βιβλιοδεσίας (αμυλόκολλα). Επίσης, βρίσκονται σε βοτανολογικές ή ζωολογικές συλλογές, χειρόγραφα, χαρτοκιβώτια, έπιπλα γεμισμένα με λινάρι, κάνναβη ή γιούτα. Τα ίδια δεν προκαλούν σοβαρές ζημιές, αλλά η παρουσία τους φανερώνει πρόβλημα υγρασίας και ύπαρξη επιβλαβών μυκήτων (Mockford, 1991). Αντιπροσωπευτικό είδος αποτελεί το Liposcelis divinatorius.
Γενικοί εχθροί
Κάθε οικιακό έντομο ή ζώο είναι δυνατόν να εισβάλει στα μουσεία και να προκαλέσει φθορές ακριβώς όπως στις κατοικίες, αποθήκες και κάθε άλλο κτίριο. Τέτοια είναι οι κατσαρίδες (Blatta spp.,
Blattela spp.), το Lepisma saccharina, διάφορα είδη μυρμηγκιών καθώς και τα τρωκτικά (ποντικοί, αρουραίοι) (Cornwell, 1968,
Arnett, 2000).
Η ανίχνευση προσβολών από έντομα σε μουσεία, βιβλιοθήκες, αρχεία, γίνεται με συχνές επιθεωρήσεις χώρων και εκθεμάτων. Τα ωά και οι νεοεκκολαφθείσες προνύμφες των εντόμων έχουν πολύ μικρό μέγεθος που είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτούν, καθώς, συνήθως, βρίσκονται μέσα σε λεπτές ρωγμές και σχισμές, οπότε απαιτείται ισχυρός μεγεθυντικός φακός ή στερεοσκόπιο. Επειδή τα έντομα βρίσκονται πολλές φορές σε σκοτεινά σημεία, πίσω από ντουλάπια, κάτω από έπιπλα, πίσω από κλιματιστικά μηχανήματα ή σε αεραγωγούς, είναι
απαραίτητος ο ηλεκτρικός φανός και, επειδή πολλά έντομα πετούν ή βαδίζουν προς το φως, πρέπει, επίσης, να ελέγχονται τα περβάζια των παραθύρων και το εσωτερικό των στοιχείων κρυφού φωτισμού
(Μπουχέλος, 2003β).
Φωλιές πτηνών ή πτώματα τρωκτικών δεν πρέπει να υπάρχουν μέσα ή έξω από τους χώρους καθώς αποτελούν «εντομοτροφεία» (Mallis, 2004). Η φασματοσκόπηση με σύστημα υπέρυθρων ακτίνων (Koestler et al., 2000) μπορεί να ανακαλύψει εκπομπές CO2 (αναπνοής εντόμων) μέσα σε εκθέματα και να οδηγήσει στην ανίχνευση αρκετών ειδών εντόμων.
Μικρές κολλητικές επιφάνειες (παγίδες) τοποθετούνται σε προστατευμένα σημεία του χώρου, μέσα σε κουτιά συλλογών ή βιτρίνες και γενικώς όπου υπάρχει υψηλός κίνδυνος για ανάπτυξη προσβολής. Οι φερομονικές παγίδες αποτελούν πολύτιμο εργαλείο στην παρούσα περίπτωση. Οι φερομόνες είναι φυσικές οσμές που παράγουν τα έντομα και χρησιμεύουν στη χημική επικοινωνία μεταξύ τους. Τα ελκυόμενα έντομα συλλέγονται στις παγίδες αυτές με αποτέλεσμα την έγκαιρη προειδοποίηση για την παρουσία τους στο χώρο. Ηλεκτρικές παγίδες που εκπέμπουν υπεριώδες φως (black light), ελκύουν και νεκρώνουν με ηλεκτροπληξία τα ιπτάμενα έντομα. Οι πάσης φύσεως παγίδες πρέπει να αλλάζονται ή να αδειάζονται συχνά, διότι τα ίδια
τα νεκρά έντομα ελκύουν με τη σειρά τους διάφορα σαρκοφάγα ή σαπροφάγα έντομα.
τα νεκρά έντομα ελκύουν με τη σειρά τους διάφορα σαρκοφάγα ή σαπροφάγα έντομα.
Η αντιμετώπιση των εντόμων-εχθρών στα μουσεία προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και μεγάλη προσοχή. Τα εκθέματα είναι σπάνια και ανεκτίμητα, πολλές φορές εύθραυστα, και εύκολα λερώνονται, καταστρέφονται ή αλλοιώνονται. Η τακτική που θα επιλεγεί για το κάθε πρόβλημα που προκύπτει, πρέπει να ταιριάζει στις συνθήκες του συγκεκριμένου χώρου και να μην θέτει σε κίνδυνο εκθέματα, προσωπικό και επισκέπτες. Το ιδεώδες πάντως είναι η πρόληψη της προσβολής παρά η λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους.
Υπάρχει δεοντολογία και σειρά κανόνων που πρέπει να τηρούνται για την πρόληψη εγκατάστασης μιας προσβολής από έντομα. Στην περίπτωση, όμως, που συμβεί το απευκταίο, εφαρμόζονται χημικές ή
μη χημικές τακτικές.
Οι μη χημικές είναι συνήθως πιο ασφαλείς για το περιβάλλον και τον άνθρωπο και οι περισσότερες δεν επηρεάζουν αρνητικά τα εκθέματα. Στις τακτικές αυτές περιλαμβάνονται:
• απομόνωση και απομάκρυνση της προσβολής: Χρησιμοποιούνται εντομοστεγή κιβώτια, συρτάρια, βιτρίνες με καλή πλαισίωση και σφράγισμα. Ο Pinniger (1994) συνιστά ακόμη τοποθέτηση στις πόρτες και τα παράθυρα ταινίας «αεροστόπ», ώστε να ελαχιστοποιείται η είσοδος εντόμων στους χώρους. Επίσης, όσα παράθυρα ανοίγονται, πρέπει να είναι εφοδιασμένα με λεπτό συρμάτινο πλέγμα (σίτα), να γίνεται συχνή χρήση ηλεκτρικής σκούπας με μακρύ αναρροφητικό σωλήνα και να ακολουθεί απομάκρυνση ή καύση των άχρηστων υλικών
• μαζική παγίδευση των εντόμων: με κολλητικές, φερομονικές ή φωτεινές παγίδες μέσα και έξω από τους χώρους
• αφαίρεση του οξυγόνου: (σε κλειστούς θαλάμους) και εισαγωγή αερίου argon (DeCesare,1990) ή αζώτου (Tucker, 1995) ή CO2
• υψηλές θερμοκρασίες: με επίτευξη 55οC στο εσωτερικό της μάζας των αντικειμένων, τα έντομα θανατώνονται σε λίγες ώρες (Μπουχέλος,
2005). Εφαρμόζεται με μεγάλη προσοχή ή απαγορεύεται σε εύθραυστα ή κολλημένα αντικείμενα, υφάσματα, ελαιογραφίες κ.ά. (Potter, 1997),
• χαμηλές θερμοκρασίες: διατήρηση των αντικειμένων σε θερμοκρασίες -4οC έως -5οC μέσα σε κλίβανο, καθυστερεί την ανάπτυξη των
διαφόρων σταδίων των εντόμων. Κατάψυξη των προσβεβλημένων αντικειμένων στους -18οC επί 2 εβδομάδες ή στους -30οC επί 3 ημέρες (μέσα σε πλαστικό σάκο), με προσοχή όταν πρόκειται για εύθραυστα υλικά, θανατώνει τα περισσότερα έντομα (Pinniger, 2001)
διαφόρων σταδίων των εντόμων. Κατάψυξη των προσβεβλημένων αντικειμένων στους -18οC επί 2 εβδομάδες ή στους -30οC επί 3 ημέρες (μέσα σε πλαστικό σάκο), με προσοχή όταν πρόκειται για εύθραυστα υλικά, θανατώνει τα περισσότερα έντομα (Pinniger, 2001)
• ακτινοβολία: με μικροκύματα (2450 MHz επί 4΄της ώρας) ή ακτίνες γ, για βιβλία, βοτανολογικές συλλογές και μάλλινα εκθέματα (Reagon etal., 1980) επιτυγχάνονται άμεσα και θεαματικά αποτελέσματα
• φυσικές απωθητικές ή αντιτροφικές ουσίες (citronella, λεβάντα κ.ά.): αποτελούν επίσης όπλα της μη χημικής αντιμετώπισης των
εντόμων-εχθρών στα μουσεία. Σε κλειστούς μάλιστα χώρους (βιτρίνες, ντουλάπια, συρτάρια), έχουν και εντομοκτόνο δράση. Στις χημικές τακτικές χρησιμοποιούνται εντομοκτόνες ουσίες και σκευάσματα, πάντοτε υπό την επίβλεψη ειδικού επιστήμονα:
• υπολειμματικά εντομοκτόνα (υγρά και σκόνες):για ρωγμές, σχισμές και «κρυφά» σημεία των χώρων, χρησιμοποιούνται: silica aerogel, γη
διατόμων ή πυρεθρινοειδή (σε σκόνη). Βρέξιμες σκόνες (WP) ή υγρά εντομοκτόνα σε μικροκάψουλες (MEC), συνιστώνται για ντουλάπια και
συρτάρια, ενώ γαλακτώματα (EC) για χρήση κάτω από χαλιά και έπιπλα με προσοχή ώστε να μην προκληθούν αποχρωματισμοί ή λεκιάσματα των
εκθεμάτων (Hedges & Lacey, 1996),
• ήπια καπνιστικά αέρια (ναφθαλίνη, καμφορά, παραδιχλωροβενζόλιο): ως απωθητικά και τοξικά για αρκετά είδη εντόμων (σε κλειστούς χώρους), είναι τα πιο ενδεδειγμένα για μουσεία κ.λπ., όμως απαιτείται προσοχή στη χρήση τους επειδή διαβρώνουν πολλά πλαστικά υλικά (μέχρι και το plexiglass), ρητίνες, βερνίκια επίπλων, κουμπιά, διακοσμητικά ενδυμασιών κ.ά. (Parker, 1990),
• καπνισμός (fumigation): με ισχυρά καπνιστικά αέρια (βρωμιούχο μεθύλιο, φωσφορούχο αργίλιο και φωσφορούχο μαγνήσιο, sulfurid fluoride κ.ά.). Είναι αποτελεσματική αλλά πολύ επικίνδυνη μέθοδος και απαιτεί επιστημονική και επαγγελματική κατάρτιση ώστε να εφαρμοστεί με ασφάλεια. Γίνεται μέσα σε ειδικούς θαλάμους, πλαστικά μπαλόνια ή χονδρά πλαστικά καλύμματα για μεγάλους χώρους ή ολόκληρα κτίρια (Βond, 1989).
διατόμων ή πυρεθρινοειδή (σε σκόνη). Βρέξιμες σκόνες (WP) ή υγρά εντομοκτόνα σε μικροκάψουλες (MEC), συνιστώνται για ντουλάπια και
συρτάρια, ενώ γαλακτώματα (EC) για χρήση κάτω από χαλιά και έπιπλα με προσοχή ώστε να μην προκληθούν αποχρωματισμοί ή λεκιάσματα των
εκθεμάτων (Hedges & Lacey, 1996),
• ήπια καπνιστικά αέρια (ναφθαλίνη, καμφορά, παραδιχλωροβενζόλιο): ως απωθητικά και τοξικά για αρκετά είδη εντόμων (σε κλειστούς χώρους), είναι τα πιο ενδεδειγμένα για μουσεία κ.λπ., όμως απαιτείται προσοχή στη χρήση τους επειδή διαβρώνουν πολλά πλαστικά υλικά (μέχρι και το plexiglass), ρητίνες, βερνίκια επίπλων, κουμπιά, διακοσμητικά ενδυμασιών κ.ά. (Parker, 1990),
• καπνισμός (fumigation): με ισχυρά καπνιστικά αέρια (βρωμιούχο μεθύλιο, φωσφορούχο αργίλιο και φωσφορούχο μαγνήσιο, sulfurid fluoride κ.ά.). Είναι αποτελεσματική αλλά πολύ επικίνδυνη μέθοδος και απαιτεί επιστημονική και επαγγελματική κατάρτιση ώστε να εφαρμοστεί με ασφάλεια. Γίνεται μέσα σε ειδικούς θαλάμους, πλαστικά μπαλόνια ή χονδρά πλαστικά καλύμματα για μεγάλους χώρους ή ολόκληρα κτίρια (Βond, 1989).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Arnett, R.H. 2000, American Insects, CRC Press, New York.
- Bond, E.J. 1989, Manual of Fumigation for Insect Control. FAO Plant Prot. Paper No 54. Food and Agric. Organ. of the U.N. Rome.
- De Cesare, K.B.J. 1990, Hide and Carpet Beetles στο: Handbook of Pest Control, 7th ed., Story, Franzak & Foster, Cleveland, Ohio.
- Cornwell, P.B. 1968, The Cockroach Vol. I. Hutchinson, London.
- Hedges, S.A. & M.C. Lacey 1996, Field Guide for the Management of Structure – Infesting Beetles. Vol. 1. Franzak & Foster, Cleveland, Ohio.
- Koestler, R.J. et al. 2000, Detection of insect infestation in museum
objects by carbon dioxide measurement. Intern. Biodeterior. and Biodegrad. 46, 285 – 292.
- Linsey, E.G. 1944, Natural sources, habitats and reservoirs of insects associated with stored food products. Hilgardia 16(4): 187-214.
- Mallis, A., 2004, Fabric & Museum Pests. Handbook of Pest Control, 9th ed. GIE Media, Inc. U.S.A.
- Mockford, E.L. 1991, Psocids (Psocoptera) στο: Gorham, Ed., Insect and Mite Pests. USDA Agric. Handbook. 655, 371-402.
- Μπουχέλος, Κ.Θ. 2003α, Ξυλοφάγα Έντομα Κατοικημένων Χώρων. Εργαστήριο Γεωργικής Ζωολογίας και Εντομογογίας, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
- Μπουχέλος, Κ.Θ. 2003β, Βιολογικοί Παράγοντες Φθοράς Μουσείων, Σημειώσεις, Τμήμα ΣΑΕΤ, ΤΕΙ Αθηνών.
- Μπουχέλος, Κ.Θ. 2005, Έντομα Αποθηκών και Μεγάλων Καλλιεργειών. Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Εργαστήριο Γεωργικής Ζωολογίας και Εντομολογίας, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
- Μπουχέλος, Κ.Θ. 2008, Τερμίτες στην Ελλάδα (Μορφολογία, Βιολογία, Ζημιές που προκαλούν, Πρόληψη, Καταπολέμηση). Γεωργία – Κτηνοτροφία, Τεύχος 3 και 4/2008.
- Parker, T. 1990, Handbook of Pest Control, 7th ed. K Story, Ed. Chapter 10, 346 – 375.
- Pinniger, D. 1994, Insect Pests in Museums. Archetype Publications Ltd., London.
- Pinniger, D. 2001, Pest Management in Museums, Archives and Historic Houses. Archetype Publications Ltd, London, England.
- Potter, M. 1997, Thermal Deinfestation of Household Items. Univ. of Kentucky. Ent. Facts.
- Reagon et al. 1980, Effects of microwave radiation on the webbing clothes moth and textiles. J. Food Protection. Vol. 32, No 8. Roth, L.M. & Willis, E.R. 1960, The biotic association of cockroaches. Smithsonian Institute. Washington, D.C. 439pp.
- Rueger, M.E. & Olson, T.A. 1969, Cockroaches (Blattaria) as vectors of food poisoning and food infestation organisms. J. Med. Entomol. 6: 185-189.
- Tucker, J. 1995, Some info on low oxygen treatments. Pest Cont. Tech.,
March.