άρθρο του κ. Μανουσέλη Σπ. στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία
στις 30-01-2010
Ο Παγκόσμιος Ιστός θεωρείται πλέον ο κυρίαρχος φορέας των πληροφοριών και της αμφίδρομης επικοινωνίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Ο κυβερνοχώρος, το άυλο σύμπαν από υπηρεσίες, πληροφορίες και πόρους, που αναδύθηκε από τη δημιουργία του Ιντερνετ, αποτέλεσε εξαρχής αντικείμενο της πιο στυγνής εκμετάλλευσης από τις πολυεθνικές εταιρείες που μας παρέχουν τα τεχνολογικά μέσα για την εξερεύνησή του.
Σήμερα έχει ξεσπάσει ένας σφοδρός πόλεμος για την «ανοιχτή αρχιτεκτονική» του Διαδικτύου και την «ελεύθερη» πρόσβαση στις πληροφορίες που υπάρχουν σε αυτό. Παρ' όλα αυτά, ο Νικόλας Νεγροπόντης, ο πιο διάσημος ευαγγελιστής της «νέας ψηφιακής εποχής», αποφάσισε να προβάλει τη συμβολή του Διαδικτύου στην υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι ψηφιακές τεχνολογίες γνώρισαν μια πρωτοφανή έκρηξη. Η ανάπτυξη του Ιντερνετ, η διαμόρφωση «εργαλείων» για την απρόσκοπτη ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του Παγκόσμιου Ιστού από όλους έχουν δημιουργήσει εντελώς νέες συνθήκες και όρους επικοινωνίας, μόρφωσης και εργασίας στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες. Ταυτόχρονα, όμως, η νέα ψηφιακή τεχνολογία έχει συμβάλει στη δημιουργία πρωτόγνωρων ατομικών, κοινωνικών, αλλά και εθνικών ανισοτήτων και διακρίσεων: ένα είδος μεταμοντέρνου πληροφορικού σκοταδισμού.
Καθένας από εμάς μπορεί με ένα κλικ στην οθόνη του υπολογιστή να γίνει «μέτοχος» και καταναλωτής των σχεδόν άπειρων δυνατοτήτων του Διαδικτύου. Μόνο όμως ελάχιστοι ειδικοί γνωρίζουν (και κυρίως ελέγχουν) τις περίπλοκες διεργασίες τις οποίες θέτει σε κίνηση ένα απλό «κλικ».
Και δεν είναι βέβαια αυτή η μοναδική περίπτωση τεχνολογικής αδιαφάνειας, καθώς και του νέου πληροφορικού σκοταδισμού. Ακόμη και μεταξύ των ειδικών στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, είναι κυριολεκτικά ελάχιστοι αυτοί που έχουν πρόσβαση στους «κώδικες» και στα «πρωτόκολλα» των υπολογιστικών προγραμμάτων, στους οποίους στηρίζεται η εύρυθμη λειτουργία των υπολογιστών και του Παγκόσμιου Ιστού (World Wide Web ή απλά Web). Για παράδειγμα, τα περισσότερα προγράμματα που πωλούνται ελεύθερα και χρησιμοποιούνται από όλους εντάσσονται στην κατηγορία των «κλειστών υπολογιστικών προγραμμάτων», πρόκειται δηλαδή για «ιδιωτικά προγράμματα» που χάρη σε μια εντελώς διεστραμμένη εμπορευματική λογική δεν ανήκουν ποτέ ολοκληρωτικά στον χρήστη-αγοραστή που τα αγοράζει αλλά στη μονοπωλιακή εταιρεία που τα παράγει.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του λειτουργικού προγράμματος «Microsoft Windows», που για διάφορους λόγους κατέληξε να κυριαρχήσει στην αγορά των προσωπικών υπολογιστών. Ο κώδικας αυτού του λειτουργικού προγράμματος καλύπτεται επί σειρά ετών από το «βιομηχανικό απόρρητο», γεγονός που εμποδίζει τους χρήστες να τροποποιούν ή να ανανεώνουν αυτό το πρόγραμμα σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Στον αντίποδα αυτής της μονοπωλιακής λογικής βρίσκουμε τα λεγόμενα λογισμικά «open source», δηλαδή τα υπολογιστικά προγράμματα τα οποία είναι ανοιχτά ώστε όλοι να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στον κώδικά τους, να μπορούν να τον μετατρέπουν για να εισάγουν νέες λειτουργίες ή για να διορθώνουν πιθανά σφάλματα ή προβλήματα που ανακύπτουν με την πάροδο του χρόνου. Ενα τέτοιο διάσημο λογισμικό «open source» είναι το περιβόητο λειτουργικό σύστημα Linux, ίσως η πιο διαδεδομένη σήμερα και έγκυρη εναλλακτική πρόταση στη μονοπωλιακή λογική των Windows.
Το παραπάνω παράδειγμα είναι αρκετά διαφωτιστικό για να κατανοήσουμε ότι ο «Νέος Ψηφιακός Κόσμος» δεν είναι μόνο ένας μαγικός παράδεισος ελευθερίας, όπου συνυπάρχουν αρμονικά, επικοινωνούν απρόσκοπτα, ισότιμα και κυρίως ανεξέλεγκτα όλοι οι χρήστες των διασυνδεδεμένων PC. Αντίθετα, ο κυβερνοχώρος, στον οποίο αφιερώνουμε πλέον μεγάλο μέρος του επαγγελματικού και του «ελεύθερου» χρόνου μας, είναι ένα άκρως γοητευτικό, αλλά και εξαιρετικά άγριο τοπίο, το οποίο όχι μόνο αναπαράγει, αλλά και διευρύνει πολλαπλασιαστικά όλες τις αντιφάσεις της κοινωνίας που τον δημιούργησε.
Ο τυφλός οικονομικός ανταγωνισμός, ο λυσσαλέος αγώνας για την κυριαρχία και τη διαχείριση των πληροφοριών -τυπικά χαρακτηριστικά των δυτικών κοινωνιών- φαίνεται πως έχει πλέον μεταφερθεί και στο «άυλο» σύμπαν του Διαδικτύου. Αυτό τουλάχιστον μας αποκαλύπτει η πρόσφατη σφοδρή σύγκρουση Κίνας - Google, μεταξύ δηλαδή ενός ισχυρού κράτους-έθνους και της κυρίαρχης σήμερα αμερικανικής μηχανής πλοήγησης στο Διαδίκτυο. Και το διακύβευμα αυτής της «αναίμακτης», αλλά σφοδρότατης μάχης δεν είναι μόνο, όπως με περισσή υποκρισία υποστηρίζουν οι Αμερικανοί πολιτικοί, η «ελευθερία του λόγου», αλλά η ίδια η έννοια της «εθνικής κυριαρχίας» και της «ανεξαρτησίας» την εποχή του Ιντερνετ.
Παγκόσμιος ιστός πέρα από τα εθνικά σύνορα;
«Στόχος μας είναι να αλλάξουμε τον κόσμο». Αυτό ήταν ένα από τα σλόγκαν του Eric Schmid, κορυφαίου διοικητικού στελέχους της εταιρείας Google. Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν η εταιρεία του εγκαινίαζε την κινεζική εκδοχή της μηχανής αναζήτησης Google, ο Schmid δήλωνε με περισσή αισιοδοξία και υπερηφάνεια: «Βρισκόμαστε εδώ στην Κίνα για να μείνουμε για πάντα».
Σήμερα, αυτές οι δύο δηλώσεις της Google -να αλλάξει τον κόσμο και να μείνει για πάντα στην Κίνα- φαίνεται πως αλληλοαναιρούνται. Αν η μεγάλη αμερικανική εταιρεία πληροφορικής δεν αποδεχθεί τους επιπρόσθετους λογοκριτικούς όρους στη χρήση του Διαδικτύου που απαιτεί επιτακτικά η κινεζική εξουσία, τότε πολύ σύντομα θα λήξει το κινεζικό ταξίδι της Google.
Ο πόλεμος που από καιρό έχει ξεσπάσει ανάμεσα στη μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης του Παγκόσμιου Ιστού και στη μεγαλύτερη χώρα-έθνος πάνω στη Γη θα οδηγήσει αναπόφευκτα τα επόμενα χρόνια όχι μόνο σε μεγάλες ανακατατάξεις στη συνολική αρχιτεκτονική του Διαδικτύου, αλλά και σε πολύ σημαντικές αναθεωρήσεις: τόσο του ορισμού των καθιερωμένων διεθνών γεωπολιτικών συνόρων όσο και της έννοιας της «εθνικής κυριαρχίας» και της ελευθερίας πληροφόρησης στην εποχή τής σχεδόν καθολικής ψηφιακής κυριαρχίας.
Μόλις πριν από δύο εβδομάδες, όταν ξέσπασε ανοιχτά η ρήξη συμφερόντων Κίνας - Google, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αυτήν την ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη. Και αυτό γιατί το 2006, όταν η Google αποδέχτηκε τους όρους που έθετε η κινεζική ηγεσία για τη λογοκρισία και το «φιλτράρισμα» των πληροφοριών του Ιντερνετ στις οποίες θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση οι Κινέζοι, η λογοκριμένη κινεζική εκδοχή του Διαδικτύου είχε γίνει εξαρχής αποδεκτή από τους Αμερικανούς. Η φαινομενικά αθώα επιλογή της αμερικανικής πολυεθνικής να διαχωρίζει τους διεθνείς κανόνες τής ελεύθερης αγοράς από το ιδιόμορφο τοπικό πολιτικό πλαίσιο την οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο. Οπως ακριβώς συνέβη και με άλλες πολυεθνικές -τη Microsoft, τη Yahoo κ.ά.- που έκαναν συμφωνία με την κινεζική εξουσία, και η Google συνειδητοποιεί σήμερα ότι για χάρη του κέρδους έχει πουλήσει την «ψυχή» και τις «ιδέες» της στον Διάβολο.
Το γεγονός όμως ότι το Web, ως νέα τεχνολογία, γεννήθηκε στην Αμερική και φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα «made in USA», γεννά σοβαρά προβλήματα σε ισχυρές χώρες με μακρά ιστορία και με ιδιαίτερη πολιτισμική-κοινωνική παράδοση, όπως η Κίνα. Γι' αυτές τις χώρες η «ανοιχτή αρχιτεκτονική» του Διαδικτύου και η «ελεύθερη» πρόσβαση στις πληροφορίες που υπάρχουν σε αυτό μεταφράζεται ως αμερικανική ηγεμονία και ως προσπάθεια χειραγώγησης της συνείδησης των πολιτών τους.
Πάντως, όπως συνέβη και με άλλες σημαντικές τεχνολογικές επαναστάσεις
-την τυπογραφία, την τηλεφωνία- που, επειδή σχετίζονται με τη διάδοση της πληροφορίας, επηρεάζουν βαθύτατα τις ανθρώπινες συνειδήσεις, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τη σημερινή κινεζική εξουσία να υψώσει ένα ψηφιακό σινικό τείχος για να περιφρουρήσει τα συμφέροντά της.