8 Σεπτεμβρίου 2012

Λογοκρισία και βιβλία στο γύψο

 



πηγή iospress.gr



Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΤΗΝ 21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967

Τότε που μας "έκοβαν" τον κώλο
 
Η εκδοτική περιπέτεια των "Τρένων" του Χράμπαλ στα 1968 μας γυρνά πίσω στα χρόνια της χουντικής λογοκρισίας. Τότε που τα τσακάλια του χουντικού "προληπτικού ελέγχου" δεν άφηναν να τους ξεφύγει όχι μόνο κομμουνιστικό ρουθούνι αλλά ούτε ένας τσέχικος πισινός
 
Στα 1968, οι εκδόσεις «Κάλβος» προγραμματίζουν την έκδοση του μυθιστορήματος «Τα τρένα» του τσέχου συγγραφέα Μπόχουμιλ Χράμπαλ (1914-1997) σε μετάφραση της Ρενέ Ψυρούκη. Το μυθιστόρημα είχε κυκλοφορήσει μόλις πριν από τρία χρόνια στα τσέχικα με τον τίτλο «Τρένα υπό στενή παρακολούθηση». Πρόκειται για το έργο που θα γινόταν ευρύτερα γνωστό από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν».

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο τσέχος συγγραφέας με την ιδιότυπη γραφή θα κέρδιζε διεθνή αναγνώριση και τα έργα του θα μεταφράζονταν σε πολλές γλώσσες. Συνδυάζοντας την ιδιωματική ομιλία των ιδιόρρυθμων χαρακτήρων του με λυρικές περιγραφές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά και έντονη αίσθηση του χιούμορ ή/και της κωμικής γελοιότητας κάποιων ανθρώπινων καταστάσεων, ο Χράμπαλ άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο που και μετά το θάνατό του στα 1997 συνεχίζει να απασχολεί τους μελετητές και να κερδίζει φανατικούς αναγνώστες.

Οταν, όμως, οι εκδόσεις «Κάλβος» αποφάσισαν να εκδώσουν τα «Τρένα», ο συγγραφέας του μυθιστορήματος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε διατάξεις περί προληπτικής λογοκρισίας («προληπτικού ελέγχου»), το υπό έκδοση κείμενο έπρεπε να ελεγχθεί από τη λογοκρισία και να φτάσει στο τυπογραφείο μόνον εφόσον είχε εξασφαλίσει την έγκρισή της. Στην περίπτωση που η λογοκρισία εντόπιζε «προβλήματα», οι παρεμβάσεις της έπρεπε να τηρηθούν κατά γράμμα: οι εκδότες του βιβλίου ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν το «τυπωθήτω» σ’ ένα άγρια πετσοκομμένο κείμενο.

Η περιπέτεια της έκδοσης των «Τρένων» του Χράμπαλ, όπως την πληροφορηθήκαμε από τον εκδότη του «Κάλβου» Γιώργο Χατζόπουλο, είναι από πολλές απόψεις χαρακτηριστική: φωτίζει τη λογοκριτική διαδικασία και αποκαλύπτει τι ακριβώς ενοχλούσε τους χουντικούς «ελεγκτές», ταυτόχρονα όμως υποδεικνύει ότι ακόμη και τον ζοφερό εκείνο πρώτο καιρό της χούντας κάποιοι δεν δίστασαν να αγνοήσουν τις εντολές της.

Ας δούμε πώς: Το 1968, οι εκδόσεις «Κάλβος» κατέθεσαν στη Γενική Διεύθυνση Τύπου του υπουργείου Προεδρίας τη μετάφραση των «Τρένων» (71 δακτυλογραφημένες σελίδες). Η λογοκρισία επέστρεψε το κείμενο έχοντας διαγράψει τα σημεία, τις διατυπώσεις ή ακόμη και τις λέξεις που έπρεπε να απαλειφθούν. Οπως διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας τη λογοκριμένη μετάφραση, ο λογοκριτής έχει κάνει προσεκτικά τη δουλειά του: κάθε ελεγμένη σελίδα φέρει τη σφραγίδα της υπηρεσίας με την υπογραφή του, ενώ οι περικοπές του διαθέτουν εσωτερική λογική και συνέπεια.

Ως εδώ, ουδεμία έκπληξη: ο εκδότης έκανε το χρέος του και οι λογοκριτές το δικό τους. Με τη διαφορά ότι οι εκδόσεις «Κάλβος» πήραν πίσω τα λογοκριμένα δακτυλόγραφα, αλλά έστειλαν στο τυπογραφείο τη μετάφραση του Χράμπαλ χωρίς την παραμικρή περικοπή. Το κείμενο δηλαδή λογοκρίθηκε, αλλά εκδόθηκε αλογόκριτο. Εκτός αυτού, στην ίδια έκδοση προστέθηκαν δύο σύντομα διηγήματα του Χράμπαλ, «Τ’ αγγελικά μάτια» και «Ο βαρώνος Πράσιλ» (και τα δύο από τη συλλογή «Ο κόσμος το αυτόματο»), χωρίς προηγουμένως να έχουν περάσει από την υπηρεσία «προληπτικού ελέγχου» (σελίδες 93-138 του τυπωμένου βιβλίου).

Χουντικός πουριτανισμός


Ας δούμε, ωστόσο, τι ακριβώς ενόχλησε τους χουντικούς λογοκριτές. Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σε έναν μικρό σιδηροδρομικό σταθμό, κάπου στη Βοημία. Κεντρικό πρόσωπο ο Μίλος, νεαρός μαθητευόμενος υπάλληλος στο σταθμό, ο οποίος αφηγείται και την ιστορία. Γύρω του κινούνται τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, ο καιροσκόπος και εξουσιομανής διευθυντής του σταθμού, ο ελεγκτής Χουμπίτσκα, γυναικάς και αντιναζιστής, η γυναίκα του διευθυντή και η εισπρακτόρισσα Μάσα, η κοπέλα που αγαπιέται με τον Μίλος. Καθώς προχωρά η αφήγηση, τα τρένα που περνούν από το σταθμό, τρένα κάθε λογής, υπαγορεύουν τις κινήσεις των βασικών προσώπων και καθορίζουν την εξέλιξη της υπόθεσης. Μεταφέροντας στρατιώτες, τρόφιμα και πυρομαχικά στο μέτωπο ή γυρνώντας από το μέτωπο φορτωμένα τραυματίες, τα τρένα λειτουργούν για τους ανθρώπους του σταθμού και ως μια συνεχής υπόμνηση του πολέμου. Ο νεαρός Μίλος θα πεθάνει, όταν, στη θέση του ελεγκτή Χουμπίτσκα που την τελευταία στιγμή δειλιάζει, ρίχνει σ’ ένα γερμανικό τρένο γεμάτο πυρομαχικά τον εκρηκτικό μηχανισμό που οι παρτιζάνοι είχαν εμπιστευτεί στον Χουμπίτσκα.

Στην περίπτωση των «Τρένων», η λογοκρισία ενοχλήθηκε από τις ερωτικές σκηνές του έργου. Παραθέτουμε στη συνέχεια τα αποσπάσματα που ο χουντικός πουριτανισμός έκρινε εξοβελιστέα.

1. Η πρώτη παρέμβαση του λογοκριτή αφορά τη σκηνή στην οποία ο Μίλος αφηγείται στον διευθυντή του τα ερωτικά ανδραγαθήματα του ελεγκτή Χουμπίτσκα. Πρόκειται για μια ιστορία που επανέρχεται στην πορεία του μυθιστορήματος και καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην εξέλιξη της υπόθεσης. Η λογοκρισία θα προσπαθήσει να εξαφανίσει και το παραμικρό ίχνος της:

«'Και πώς ήτανε ξαπλωμένη κείνη η σκρόφα στον καναπέ του κυρίου διευθυντή, πώς;' γύρισε και με ρώτησε ο κύριος διευθυντής.

'Αν επιτρέπετε θα σας δείξω' είπα κ' έδειξα τον καναπέ και πήδηξα και γύρισα στον αέρα κ' έπεσα με την πλάτη. Κι ο κύριος διευθυντής έσκυψε πάνω μου και φώναξε θυμωμένα:

'Ετσι να κυλιέται με τις λουλούδες στην 'αίθουσα αναμονής', όχι όμως και στο γραφείο του διευθυντή του!'

'Γιατί στο διευθυντικό τον καναπέ μπορεί να κάθεται μονάχα ο κύριος διευθυντής', είπα.

'Σωστά το λές, μα για κείνο το γουρούνι δεν υπάρχει τίποτε ιερό!' φώναξε. Και ανακάθισα και είπα:

'Και ξέρετε, κύριε διευθυντά, δεν ήταν μόνο αυτό, κοιτάχτε!' κι άρπαξα τον διευθυντή απ’ το μανίκι και του έδειξα 'εδώ, σ’ αυτό το μέρος, εδώ σκίστηκε ο μουσαμάς πέρα πέρα...'.

'Εσκισε τον καναπέ!' φώναξε ο κύριος διευθυντής, 'σκίσανε στη μέση τον καναπέ του διευθυντή. Μ’ αυτά γίνονται γιατί ο κόσμος δεν έχει πια τίποτε ιερό. Ούτε Θεός, ούτε μύθος, ούτε αλληγορία, ούτε σύμβολο. Είμαστε μονάχοι στον κόσμο γι’ αυτό όλα επιτρέπονται... όχι όμως και για μένα! Για μένα υπάρχει Θεός! Αλλά για κείνο το γουρούνι υπάρχει μονάχα χοιρινό, καλοψημένο με πατάτες...'» (σελίδα 29 του βιβλίου).

2. Εδώ αποκαλύπτεται ότι ο ελεγκτής Χουμπίτσκα όχι μόνον έσκισε τον καναπέ του διευθυντή του, αλλά μέσα στην ερωτική του έξαψη προχώρησε σε μια κίνηση που έθιγε βάναυσα το κύρος της υπηρεσίας. Μιλά ο διευθυντής:

«'Με δυο λόγια ο κύριος ελεγκτής ο Χουμπίτσκα την ώρα της βραδυνής του βάρδιας κυλίστηκε με τη Ζντενίτσκα και μετά της σήκωσε τη φούστα, πήρε τη μια σφραγίδα του σταθμού μας ύστερα απ’ την άλλη και της καταστάμπωσε τον πισινό. Και την ημερομηνία κι αυτή της κάθισε! Μα η Ζντενίτσκα γύρισε το πρωί στο σπίτι της κι' η μαμά της τις διάβασε τις σφραγίδες και μια και δυο ήρθε εδώ τρεχάτη και φώναζε πως θα πάει να παραπονεθεί στη Γκεστάπο. Κ' έτσι, Μίλος, αναγκάστηκα να κάνω αναφορά. Φρίκη! Και τη φώναξαν αμέσως τη Ζντενίτσκα στη Γενική Διεύθυνση κ' εκεί τις σφραγίδες τις έλεγξε ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής των Σιδηροδρόμων! Φρίκη!', φώναξε ο κύριος διευθυντής και τα περιστέρια πέσανε πάνω απ’ τα τεντωμένα του μπράτσα" (σελίδα 31).

3. Στην τρίτη του παρέμβαση, ο λογοκριτής εμφανίζεται εποικοδομητικός: το «ωραία κωλαρού!», διαγράφεται και αντ' αυτού προτείνεται το «ωραία γυναίκα!» (σελίδα 32).

4. Εδώ, διόρθωση δεν προτείνεται. Απλώς διαγράφονται οι παρακάτω αράδες:

«Ο κύριος σταθμάρχης χώριζε τις γυναίκες σε δύο κατηγορίες. Αυτές που τα κάλλη τους τάχανε απ' τη μέση και κάτω σαν την κυρία κόμησσα τις έλεγε κωλαρούδες κ' εκείνες που απ' τη μέση κ' επάνω είχανε πλούσιο κι όμορφο στήθος τις έλεγε βυζούδες. Ετσι δε λέμε, η κοιλαρού, η γλωσσού;» (σελίδα 32).

5. Για τη λέξη «πισινό», ωστόσο, ο λογοκριτής κάνει μια παραχώρηση: «Ο πισινός» μπορεί να παραμείνει ως «τα μαλακά» (σελίδα 49).

6. Ο Μίλος σηκώνει το κεφάλι στον ουρανό και βλέπει την τηλεγραφήτρια Ζντενίτσκα «ν' απλώνεται σ’ όλο το πλάτος τ’ ουρανού, τον κύριο ελεγκτή να της σηκώνει τη φούστα...». Εκεί, ωστόσο, ο λογοκριτής του κόβει τη φαντασίωση στη μέση, διαγράφοντας τη συνέχεια:

«...να παίρνει τη μια σφραγίδα ύστερα απ’ την άλλη και με αργές κινήσεις να σταμπάρει τα πισινά της» (σελίδα 50).

7. Από το σταθμό περνούν συχνά τρένα φορτωμένα ζώα για το μέτωπο. Οι περιγραφές των βασανιστηρίων που υφίστανται τα έρημα τα ζωντανά στοιβαγμένα μέσα στα βαγόνια, νηστικά, ακίνητα και πληγιασμένα από το μακρύ ταξίδι αποτελούν από τις πιο δυνατές σελίδες του βιβλίου. Από μια τέτοια σκηνή, ο λογοκριτής αφαιρεί -για αδιευκρίνιστους λόγους– τη φράση:

«Μιας αγελάδας της κρεμόταν από πίσω πεθαμένο μισοσαπισμένο το μοσχαράκι της» (σελίδα 52).

8. Αφηγείται η τηλεγραφήτρια, κατά τη διάρκεια ενδοϋπηρεσιακής ανάκρισης για τις σφραγίδες που σημάδεψαν τον πισινό της. Στο σημείο αυτό, ο λογοκριτής φροντίζει ώστε να μη χαθεί η ροή του κειμένου:

Η λογοκριμένη εκδοχή: «'Και μετά είπε ο κύριος ελεγκτής... να παίξουμε πετάει πετάει..., πετάει πετάει το κοράκι..., πετάει πετάει το τραίνο..., πετάει ο χρόνος, πετάει το χέρι, πετάει το πόδι..., κι εγώ έχανα, έχασα τα παπούτσια μου...' εξηγούσε η τηλεγραφήτρια και παρακολουθούσε την κίνηση του μολυβιού που κράταγε ο κύριος διευθυντής κι έγραφε την κατάθεσή της».

Και η αλογόκριτη: «'Και μετά είπε ο κύριος ελεγκτής... να παίξουμε πετάει πετάει..., πετάει πετάει το κοράκι..., πετάει πετάει το τραίνο..., πετάει ο χρόνος, πετάει το χέρι, πετάει το πόδι..., κ’ εγώ έχανα, στην αρχή έχασα τα παπούτσια μου, μετά έχασα το βρακάκι μου...' εξηγούσε η τηλεγραφήτρια και παρακολουθούσε την κίνηση του μολυβιού που κράταγε ο κύριος διευθυντής κ' έγραφε την κατάθεσή της.

'Και ποιος σας τάβγαζε;' ρώτησε ο σύμβουλος.

'Ο κύριος ελεχτής ο Χουμπίτσκα’ είπε εκείνη και χαμογέλασε» (σελίδα 58).

9. Εδώ απαλείφεται απλώς μια ενοχλητική παρομοίωση:

«έτσι που γλυστράει καμμιά φορά μια τριχούλα ανάμεσα στα σκέλια των κοριτσιών στις πισίνες» (σελίδες 70-71).

10. Ο Μίλος βασανίζεται από μια τραυματική εμπειρία, μια αποτυχημένη ερωτική βραδιά με τη Μάσα, που τον οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας. Το άγχος του για την επικείμενη συνάντηση με την καλή του αφήνει αδιάφορο τον λογοκριτή. Το δικό του άγχος είναι να αποκαθαρθεί το κείμενο από κάθε ίχνος ερωτισμού:

«Σ' ολάκαιρο το στερέωμα ξάπλωνα τη Μάσα» [παραμένει, το υπόλοιπο διαγράφεται] «έτσι όπως ξάπλωσε ο ελεχτής ο Χουμπίτσκα τη Ζντένιτσκα στο τραπέζι του τηλεγράφου. Ενα ένα της έβγαζα τα ρούχα. Μα όταν πια ήταν ξαπλωμένη γυμνή στον ουρανό η Μάσα δεν ήξερα τι άλλο να της κάνω. Ηξερα τι έπρεπε να κάνω [παραμένουν οι πέντε τελευταίες λέξεις, διαγράφεται η συνέχεια] μα δεν είχα την πείρα γιατί δεν είχα βρεθεί ποτές μου με γυναίκα. Κάποτε ήμουνα στην κοιλιά της μάνας μου μ' αυτό δεν το θυμόμουνα» (σελίδα 71) .

11. Ενόψει της νέας ερωτικής συνεύρεσής του με τη Μάσα, ο Μίλος απευθύνεται στη γυναίκα του διευθυντή. Το αίτημα του πρωτάρη από την έμπειρη γυναίκα δεν βρίσκει καθόλου σύμφωνο τον κύριο λογοκριτή:

«'Εγώ είμαι, ο Μίλος' της είπα. 'Ξέρετε ήρθα να με συμβουλέψετε. Με λίγα λόγια μεθαύριο θα πάω να βρω την κοπέλλα μου τη Μάσα, την ξέρετε, την εισπραχτόρισσα’ [ως εδώ μένει, κόβεται η συνέχεια]. «'Και πάλι θα μου ζητάει... ξέρετε τι!' 'Οχι δεν ξέρω...', τραύλισε η γυναίκα του διευθυντή, έσκυψε, πήρε καλαμπόκι κι άνοιξε το ράμφος της χήνας. 'Μα ξέρετε, μην κάνετε πως δεν ξέρετε. Ηρθα να μ’ ορμηνέψετε... γιατί εγώ είμαι αδιάκοπα σωστός άντρας μα όταν έρθει η ώρα που πρέπει να τ' αποδείξω τότες δεν είμαι πια άντρας. Σύμφωνα με τα βιβλία έχω ejaculatio praecox [σ.σ. πρόωρη εκσπερμάτιση]. Ξέρετε;'». [Η επόμενη φράση παραμένει] «'Οχι δεν ξέρω' είπε κ' έσκυψε στη γαβάθα με το καλαμπόκι.'» [Φεύγει η συνέχεια:]

«'Μα πώς δεν ξέρετε' είπα. 'Να τώρα ας πούμε, σκέφτομαι... και να, είμαι κιόλας άντρας... πιάστε να δείτε'.

'Χριστός και Παναγιά' μουρμούρισε η γυναίκα, 'μα εγώ κύριε Μίλος την πέρασα πια την κλιμακτήριο...'

'Τι περάσατε;'

'Την κλιμακτήριο. Μα είναι φοβερό!' αναστατώθηκε κι αναποδογύρισε τη γαβάθα με το καλαμπόκι.

Γονάτισα κι άρχισα να μαζεύω το καλαμπόκι κ' η γυναίκα του διευθυντή μάζευε κι αυτή κ' εγώ της εξηγούσα γιατί τότες έκοψα τις φλέβες μου και στα δυο τα χέρια. Της εξήγησα πως τις έκοψα γιατί μαράθηκα στο ατελιέ του θείου Νόνεμαν, στο ατελιέ που όλα τελειώνανε σε πέντε λεφτά ενώ εγώ είχα τελειώσει πριν προλάβω ν’ αρχίσω. Και μετά η γυναικούλα δε μίλαγε και βάσταγε το ράμφος της χήνας.

'Πιάστε να δείτε' την παρακάλεσα.

'Πιάνω Μίλος' είπε και κουνήθηκε, κουνήθηκε κ' η σκιά της πάνω στον τοίχο και φύσηξε το κερί.

'Λοιπόν, είμαι άντρας;' ρώτησα.

'Είσαι Μίλος' μου αποκρίθηκε.

'Καλά, μα ύστερα; Υστερα τι πρέπει να κάνω; Θέλετε να με μάθετε; Πολύ σας παρακαλώ... στο τρελοκομείο ο δόκτωρ Μπράμπετς μου είπε πως θάπρεπε να εξασκηθώ με μια ώριμη κυρία...»

'Μα κύριε Μίλος, εγώ πέρασα την κλιμακτήριο, εγώ πια δεν θέλω τέτοια πράγματα. Αληθινά σας λέω καταλαβαίνω! Αν ήμουνα πιο νέα! Μα Χριστέ μου εδώ στο σταθμό περάσανε μπροστά στη μύτη σας... ο κύριος ελεχτής ο Χουμπίτσκα με τις σφραγίδες κ' εσείς θα εξασκηθείτε με ώριμη κυρία! Μα μεθαύριο όλα θα πάνε καλά, θα το δείτε! Αντρας λέει, και τι άντρας!'» (σελίδες 72-73).

12. Φεύγει και πάλι η απαγορευμένη λέξη:

«δεν άπλωνε στον ουρανό πάνω τα πισινά της» (σελίδα 74).

13. Εμφανίζεται η Βικτώρια, η γυναίκα που μεταφέρει τον εκρηκτικό μηχανισμό για το σαμποτάζ. Ο ελεγκτής πανικοβάλλεται και ο Μίλος ξαφνιάζεται που τον βλέπει να αδιαφορεί για τα κάλλη της κοπέλας. Ο λογοκριτής, ωστόσο, δεν μένει αδιάφορος και επεμβαίνει:

«Ούτε τον πισινό της όμορφης γυναίκας κοίταξε ούτε το στήθος της, αυτός που τόχε συνήθεια να τις γδύνει τις γυναίκες με τα μάτια του. Και τούτη η τυρολεζούλα ήτανε και κωλαρού και βυζαρού» (σελίδα 75).

14. Ο Μίλος αφηγείται το ερωτικό πάθημά του στη Βικτώρια. Ο λογοκριτής όμως έχει διαφορετική γνώμη για το τι πρέπει να επιτρέπεται να εκμυστηρευτεί ένας άντρας σε μια γυναίκα. Και του κλείνει το στόμα:

«'Γιατί η Μάσα -τότε που χώθηκε δίπλα μου στου θείου Νόνεμαν στο Καρλίν– η Μάσα ήτανε δίπλα μου μα δεν της έκανα τίποτα γιατί όπως σας είπα μαράθηκα σαν το κρίνο'» (σελίδα 76).

15. Με τη βοήθεια της Βικτώριας, ο Μίλος ξεπερνά το ερωτικό του πρόβλημα. Αφαιρώντας την παρακάτω σκηνή, ο λογοκριτής τον καταδικάζει να μείνει για πάντα έρμαιο της πρόωρης εκσπερμάτισής του:

«Με τράβηξε στον καναπέ του κύριου διευθυντή, ξάπλωσε και με τράβηξε πάνω της. Και μετά ήτανε καλή μαζί μου όπως η μανούλα μου σαν ήμουνα μικρός που μ' έντυνε και μ' έγδυνε. Μ' άφησε να τη βοηθήσω κ' εγώ να σηκώσει τη φούστα της και μετά ένοιωσα που σήκωσε κ' άνοιξε τα πόδια της, ακούμπησε τα τυρολέζικα παπουτσάκια της στον καναπέ του κύριου διευθυντή και μετά βρέθηκα ξάφνου κολλημένος πάνω στη Βικτώρια όπως ήμουνα κολλημένος με τα ναυτικά μου πάνω στη φωτογραφία της Μάσας. Και τότε μ' αγκάλιασε δυνατό φως που όλο δυνάμωνε κι όλο ανέβαινα πιο ψηλά, η γη τρανταζότανε, ακούστηκαν αστραπές και βροντές και είχα την εντύπωση πως δεν βγαίνανε ούτε από μένα ούτε από τη Βικτώρια, πως ακουγόντουσαν απ' έξω, πως όλο το χτίριο τρανταζότανε απ’ τα θεμέλια...».

«Και μετά ένοιωσα το κορμί της Βικτώριας να τεντώνεται, να γίνεται καμάρα, άκουσα τα πεταλωμένα παπούτσια να χώνονται στο μουσαμαδένιο καναπέ, άκουσα το μουσαμά να σκίζεται, κι από κάπου, απ' τα νύχια των ποδιών μου και των χεριών μου ανέβηκε στο μυαλό μου ένας θριαμβευτικός σπασμός. Ξαφνικά όλα γίνανε άσπρα, μετά γκρίζα, μετά καφετιά, σα νάπεφτε καφτό νερό κι αμέσως πάγωνε και στην πλάτη ένοιωσα έναν ευχάριστο πόνο σα να με χτύπησε κάποιος με τη σπάτουλα του χτίστη» (σελίδα 77).

16. Και η ακροτελεύτια παρέμβαση:

«Εχωσε το χέρι της κάτω απ' τη μπλουζίτσα και διόρθωσε στο σουτιέν το στήθος της» (σελίδα 78).

 
 
Βιβλία στο γύψο

Με αλλεπάλληλες εγκυκλίους, βασισμένες κατά κύριο λόγο στον Νόμο «περί καταστάσεως πολιορκίας» («τεθέντος εις εφαρμογήν διά του υπ’ αριθ. 280 της 21ης Απριλίου 1967»), συγκρότησε η χούντα μια «μαύρη λίστα» βιβλίων και συγγραφέων και διέταξε την άμεση εξαφάνισή τους από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Παράλληλα, με την επιβολή προληπτικής λογοκρισίας («προληπτικού ελέγχου»), η οποία ανατέθηκε στη Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών του υπουργείου Προεδρίας, το καθεστώς έδειξε αμέσως την πρόθεσή του να ελέγξει τόσο την τρέχουσα εκδοτική κίνηση όσο και τα περιεχόμενα του καθημερινού Τύπου.

Τα πράγματα αποδείχθηκαν περισσότερο περίπλοκα απ’ ό,τι αφήνουν να εννοηθεί τα ντοκουμέντα που απηχούν τις λογοκριτικές χουντικές επιλογές. Ακολούθησε χάος, πίσω από το οποίο κρύβονταν η πρακτική της συνεχούς δημοσιοποίησης επιμέρους καταλόγων με τα απαγορευμένα βιβλία και έντυπα, το ως ένα βαθμό αυθαίρετο ξεδιάλεγμα των «επικίνδυνων» αναγνωσμάτων, η σε πολλές περιπτώσεις προφανής άγνοια του αντικειμένου από τους αρμόδιους λογοκριτές ή η ασάφεια των εντολών που όφειλαν να ακολουθήσουν, καθώς και η εμπλοκή στη λογοκριτική διαδικασία διαφορετικών υπηρεσιών.

Σε μια τυπική για τον πρώτο καιρό «Απόφασιν» του υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως, την οποία υπογράφει (ως υπουργός) ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Εκδόται, βιβλιοπώλαι, πλανόδιοι πράκτορες ως και πας μετ' αυτών συναλλασσόμενος ιδιώτης επί σκοπώ αγοράς ή πωλήσεως των εν τη ανωτέρω καταστάσει βιβλίων, τιμωρείται συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.Δ. ΔΞΘ/1912, εν συνδυασμώ προς τας διατάξεις του Ποιν. Κώδικα. Τα ήδη κυκλοφορούντα βιβλία, εκ των εν τη συνημμένη καταστάσει αναφερομένων, υπό αποκλειστικήν ευθύνην των εκδοτών και βιβλιοπωλών, θα αποσυρθούν πάραυτα της κυκλοφορίας και θα εναποτεθούν εις τας αποθήκας των» (12.05.1967).

Εξίσου τυπική, η «Προκήρυξις υπ’ αριθ. 29» του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Διεύθυνσις Στρατιωτικής Δικαιοσύνης), υπογραφόμενη από τον Οδυσσέα Αγγελή, αίρει την απαγόρευση δύο βιβλίων (της «Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους» του Κων. Παπαρρηγόπουλου, και τον Μακρυγιάννη του Κ. Κυριακόπουλου, εκδόσεις «Μέλισσα») και απαγορεύει την κυκλοφορία εννέα «κομμουνιστικών, φιλοκομμουνιστικών και επικινδύνων διά το ήθος της νεότητος βιβλίων». «Εκδόται, βιβλιοπώλαι και πάντες οι μετ' αυτών συναλλασσόμενοι κατέχοντες αντίτυπα της ανωτέρω κατηγορίας [...] υποχρεούνται, εντός πέντε ημερών, όπως δηλώσωσι εις τας αρμοδίας Αστυνομικάς Αρχάς κατά κατηγορίαν τον αριθμόν των κατεχομένων αντιτύπων, αποσύρουν δε της κυκλοφορίας ταύτα εναποθέτοντας εις τας αποθήκας των ταύτα», σημειώνεται σχετικά, με την υπόμνηση ότι οι «παραβάται θα παραπέμπωνται εις τα Εκτακτα Στρατοδικεία και θα τιμωρούνται συμφώνως προς τας διατάξεις του 'Περί καταστάσεως πολιορκίας' Νόμου» (13.11.1967). Αντίστοιχοι συνοπτικοί κατάλογοι θα συνεχίσουν τα επόμενα χρόνια να δημοσιεύονται με «Προκηρύξεις» του Γ.Ε.Σ.

Ταυτόχρονα θα κυκλοφορήσουν και κατά πολύ εκτενέστερες «Καταστάσεις» «κομμουνιστικών ή αντικυβερνητικών βιβλίων και περιοδικών», στις οποίες συνήθως καταγράφονται απλώς τα απαγορευμένα βιβλία, ενίοτε ωστόσο περιλαμβάνεται και η αιτιολογία της απαγόρευσης. Στους καταλόγους αυτούς, πέρα από τα προφανή «κομμουνιστικά», «ανθελληνικά» ή «φιλοαριστερού περιεχομένου», θα συναντήσουμε βιβλία όπως «Το Δεύτερο Φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ ή το «αντικυβερνητικό» έργο του Γ. Ράλλη «Η αλήθεια για τους Ελληνας πολιτικούς».

Η προληπτική λογοκρισία καταργήθηκε επισήμως στις 7 Οκτωβρίου 1969 με απόφαση του Παπαδόπουλου, ενώ στις 23 Οκτωβρίου ο Φαίδων Γκιζίκης, Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών, διέτασσε με την «έναρξιν της κυκλοφορίας εκάστου εντύπου» να κατατίθεται ένα αντίτυπο στο Στρατηγείο της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών και ένα στο αρμόδιο γραφείο του Εκτάκτου Στρατοδικείου.

Κινούμενο στην ίδια γραμμή, το χουντικό Σύνταγμα απαγόρευε τη λογοκρισία και «παν άλλο προληπτικόν μέτρον» (άρθρο 14, παρ. 3), προέβλεπε ωστόσο πληθώρα περιπτώσεων οι οποίες δικαιολογούσαν την «κατ' εξαίρεσιν» κατάσχεση των εντύπων. Στις περιπτώσεις αυτές ενέπιπταν η προσβολή της θρησκείας και του προσώπου του προέδρου της Δημοκρατίας, η προσβολή της δημοσίας αιδούς, η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικών με τις ένοπλες δυνάμεις, η προσπάθεια ανατροπής του πολιτεύματος ή του κρατούντος καθεστώτος, καθώς και η προβολή «απόψεων οργανώσεων και κομμάτων τελούντων εκτός νόμου».


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Μπόχουμιλ Χράμπαλ
«Τα τραίνα»

(μετάφραση Ρενέ Ψυρούκη, εκδόσεις «Κάλβος», Αθήνα 1968)
Το λογοκριμένο μυθιστόρημα του τσέχου συγγραφέα που κυκλοφόρησε αλογόκριτο. Η έκδοση περιλαμβάνει και δύο διηγήματα του ίδιου συγγραφέα που δεν πέρασαν ποτέ από τη λογοκρισία.
(Νεότερη έκδοση: «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν», μετάφραση Μαρίνας Λώμη, εκδόσεις «Δ. Ι. Αρσενίδης», Αθήνα 1995.)

Νίκος Αλιβιζάτος
«Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Οψεις της ελληνικής εμπειρίας»

(Εκδόσεις Θεμέλιο, δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1986)
Στο τελευταίο κεφάλαιο («Οι συνταγματάρχες εναντίον των ελευθεριών: κατασταλτικές πρακτικές στην υπηρεσία ενός επιλεκτικού σχεδίου»), σημαντικές πληροφορίες για το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχθηκαν οι λογοκριτικές πρακτικές της χούντας.

ΔΕΙΤΕ

«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (Ostre sledovane vlaky) του Γίρι Μέντσελ (1966) σε σενάριο Χράμπαλ και Μέντσελ. Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (1967). Στο κλίμα της Ανοιξης της Πράγας, μια επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Χράμπαλ. Η ενηλικίωση του νεαρού Μίλος στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής δοσμένη με ανθρωπιά και χιούμορ.

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

http://bohemica.free.fr/auteurs/hrabal/presentation_hrabal.htm
Πληροφορίες για τον Μπόχουμιλ Χράμπαλ και το έργο του στα γαλλικά. Βιογραφικά στοιχεία, βιβλιογραφικές σημειώσεις και αναφορές στην εμπνευσμένη από το έργο του φιλμογραφία.

http://hrabal.eunet.cz/hrabal/bh.htm
Ιστοσελίδα αποκλειστικά αφιερωμένη στον Μπόχουμιλ Χράμπαλ. Δυστυχώς, σχεδόν αποκλειστικά στα τσέχικα.
 

1 σχόλιο:

Κατερίνα Τοράκη είπε...

Πολύ ενδιαφέρον, το έχω διαβάσει στην έκδοση του Αρσενίδη με τον τίτλο "Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν", ενώ ο πρωτότυπος τίτλος που έδωσε ο Τσέχος συγγραφέας ήταν "Τρένα υπό αυστρή επιτήρηση". Το βιβλίο, αν και σε πρώτη ανάγνωση θα το 'βρισκε κανείς μια απλή ιστορία, είναι βαθειά αντιπολεμικό. "Ο φαντάρος αυτός ήταν άνθρωπος σαν εμένα...", λέει σε ένα σημείο ο ήρωας. Τα βιβλία του Χράμπαλ είχαν απαγορευτεί και στην πατρίδα του μέχρι το 1976! Η ιστορία της λογοκρισίας στα βιβλία, τι σκοταδισμός!