πηγή: Παλαιοβιβλιοπωλείο - Βιβλία, συγγραφείς κι αναγνώσεις
Το Παλαιοβιβλιοπωλείο ζήτησε από 24έλληνες συγγραφείς να προσφέρουν ανέκδοτες ιστορίες τους, για τις περιπέτειες των βιβλίων,
της συγγραφής, της αναζήτησης και της ανάγνωσης. Ιστορίες "που ξαποσταίνουν μέσα στα σώματα των βιβλίων,
τις ιστορίες που διηγούνται οι σημειώσεις στα περιθώρια, τα παραμύθια
που αφηγούνται οι συγγραφείς και οι αναγνώστες". Από τον Οκτώβρη του 2010 και κάθε μήνα δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα του Παλαιοβιβλιοπωλείου 24 ελληνικά διηγήματα στην ενότητα “Βιβλία, Συγγραφείς κι Αναγνώσεις”.Η συλλογή έχει πια ολοκληρωθεί και περιλαμβάνει στις ηλεκτρονικές σελίδες της:
Λευτέρης Γιαννακουδάκης - Ιστορίες Με Άλλο Τέλος
Αυτή την ιστορία θα την πω μόνο μία φορά και έπειτα θα σιωπήσω για
πάντα. Θα σας συμβούλευα, για το καλό σας, να μη ζητήσετε επανάληψη,
ούτε να την ξαναδιαβάσετε…
Ξεκινά εφτά χρόνια πριν, την πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο του
Κλεάνθη Αργυρίου. Τότε ήμουν περίπου είκοσι εννιά χρονών και είχε μόλις
τελειώσει άδοξα μια περίοδος της ζωής μου από την οποία περίμενα
περισσότερα...
Ελένη Γκίκα - Το γράμμα που λείπει
Πρώτα ζωντάνεψε το Golem. Αργά αργά ο ήρωας στο εξώφυλλο αυτού του
τσέχικου παραμυθιού, άρχισε να κινείται: στο ράφι, στην καρέκλα, στο
τραπέζι... Λίγη ώρα μετά, απ' τις σελίδες του βιβλίου ξεχείλισαν δρόμοι
και κτήρια. Το πάθαινε αυτό με τον Μπόρχες παντού όπου άφηνε τα
σημάδια του, σκέφτηκε, δεν έδωσε σημασία....
Αλέξανδρος Γραμματικός - Ζωντανή βιβλιοθήκη
«Κάθε ηλικιωμένος που πεθαίνει είναι σα να καίγεται μία βιβλιοθήκη», μου
είπε η άρρωστη θεία μου που είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι για να μου
μιλάει πιο άνετα. Ήταν μια διαπίστωση που είχε διαβάσει σε γραπτά ενός
συγγραφέα που δε θυμόταν -ίσως σε κάποιο μυθιστόρημα του Μανουέλ Βάθκεθ
Μονταλμπάν-, όμως ήταν τόσο παθιασμένη με τα βιβλία που θα έσκαγε έτσι
και δεν το έβρισκε...
Σταμάτης Δαγδελένης - Μια βραδιά στην μπάρα
Όταν μπήκα στο μπαρ ήταν ήδη αρκετά αργά, βαριόμουνα στο σπίτι,
πνιγόμουνα, η μοναξιά με έπνιγε, σε τέτοιες περιπτώσεις η αναμονή με
σκοτώνει, η αλήθεια είναι προσπάθησα να ξεχαστώ, κάθισα στο γραφείο μου,
άνοιξα το κομπιούτερ, έμεινα για λίγο να κοιτάζω σαν ηλίθιος το τοπίο
του screen saver, μου ήταν αδύνατο να ασχοληθώ με οτιδήποτε. Μπορεί η
έμπνευση να είναι πάντα καλοδεχούμενη, αλλά μερικές φορές το να την
περιμένεις καταντάει ηλίθιο και βαρετό. Όχι, ένιωθα την ανάγκη για κάτι
πιο ανάλαφρο. Το τελευταίο που ήθελα ήταν ένα επίμονο καλοθρεμμένο
κοράκι να μου χτυπάει το τζάμι...
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης - Υπάρχουν και καλά παιδιά
Η κόρνα του ταξί με ξύπνησε από τις σκέψεις που έκανα, καθώς καθόμουν
στον καναπέ. Άφησα το φλιτζάνι του καφέ στο τραπέζι και φόρεσα το
παλτό. Με γρήγορα βήματα άνοιξα την πόρτα και πήγα προς την εξώπορτα.
Στη μέση του δρόμου είχε σταματήσει ένα κίτρινο αυτοκίνητο. Ο οδηγός μου
χαμογέλασε και αφού κάθισα καλά και ξεκινήσαμε, με ρώτησε ποιος είναι ο
προορισμός. Όταν του απάντησα Αιγάλεω, τότε χαμογέλασε και μου είπε:
- Σας ευχαριστώ, κυρία Ζωρζ Σαρή...
- Σας ευχαριστώ, κυρία Ζωρζ Σαρή...
Στέργια Κάββαλου - Ηγεμονία του Κενού
Η «Ηγεμονία του Κενού» βρέθηκε στα χέρια μου σε υπαίθριο παζάρι της
Τουρ. Το δεύτερο μισό του τίτλου, παραήταν ελκυστικό για να το αγνοήσω.
Κράτησα το πόκετ βιβλίο στα χέρια μου, το αντάλλαξα με το εξίσου
μικροσκοπικό αντίτιμο και πίστεψα πως έκανα στον εαυτό μου το καλύτερο
δώρο για τα Χριστούγεννα. Σώμα στην εστία είχαμε. Έξω η θερμοκρασία είχε
πιάσει μηδέν από μέσα Οκτώβρη. Από τις γαλλικές μας γνωριμίες
αποκτήσαμε έξτρα κουβέρτες, στερεοφωνικό και την πιο νόστιμη συνταγή για
κρέπες...
Μαρία Καρδάτου - Βιβλιοφιλία
Η Έλσα κατέβαινε τη σκάλα όταν το μάτι της έπεσε στο βιβλίο πάνω στο
τραπεζάκι στο φωταγωγό του διπλανού σπιτιού όπου έμενε το ζευγάρι των
ξαδέρφων της. Είχε ένα φανταχτερό εξώφυλλο με πράσινο χρώμα κι έγραφε:
«Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ». Αυτό ήταν ένα σκάνδαλο, ένα τέτοιο
βιβλίο σε κοινή θέα. Η μικρή Έλσα (τα 15 δεν τα είχε συμπληρώσει ακόμη)
μπήκε στον πειρασμό. Ήταν μεσημέρι, όλοι κοιμόταν, είχε ζέστη, άπλωσε
το χέρι της άρπαξε το βιβλίο κι εξαφανίστηκε στην ταράτσα...
Κατερίνα Καριζώνη - Τα μάγια των βιβλίων
Η γυναίκα πρέπει να έχει αλ μπενί, έλεγε συχνά στις κουβέντες της η
μητέρα μου που είχε γεννηθεί στην Κομοτηνή, ήξερε τα τουρκικά και είχε
μεγαλώσει μαζί με τις τουρκάλες. Εκείνες της είχαν μάθει πώς να κάνει
μακιγιάζ, να βγάζει τα φρύδια της, να βάφει τα νύχια της, να φτιάχνει
κρέμες για το πρόσωπο και πολλά άλλα μυστικά της γυναικείας ομορφιάς.
Τι σήμαινε όμως αυτό το «αλ μπενί», που ο μπαμπάς μου το ονόμαζε γκελ
και κουνούσε πάντα με νόημα το κεφάλι του...
Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου - Ο … συγγραφέας
Από μικρός διάβαζα πολύ. Το τι διάβαζα δεν ενδιαφέρει εδώ, πάντως έτρωγα
-καταβρόχθιζα, καλύτερα- το ένα βιβλίο μετά το άλλο σαν πειναλέος. Στην
εφηβεία μου, το χαρτζιλίκι απ’ τον πατέρα μου έκανε φτερά την ίδια
στιγμή που το τσέπωνα, κι αν καθόταν κανείς να λογαριάσει, θα ’βγαζε το
συμπέρασμα ότι ένα μέρος του μισθού του πήγαινε σε έντυπο χαρτί στα
χέρια μου...
Μαρία Κουγιουμτζή - Ένα αιρετικό χειρόγραφο
Tα χέρια του κυρίου Φο τρέμανε καθώς άφησε το πακέτο
πάνω στο γραφείο. Πήγα να το πάρω μα ξαναάπλωσε το χέρι και το άρπαξε.
Ίσως θα ‘πρεπε εγώ να το ξετυλίξω είπε, αλλά δεν το αποφάσιζε. Έλα
χριστιανέ μου είπα, βιβλίο είναι δεν είναι καμιά βόμβα. Με κοίταξε με
κείνα τα ονειροπόλα μάτια του που γυάλιζαν από την ταραχή. Λες,
ψιθύρισε, λες ότι δεν είναι βόμβα; Και γω σου λέω πως είναι βόμβα
μεγατόνων, και το έχωσε κάτω από τη μασχάλη του...
Νίκος Κουνενής - Νόμπελ
Ο γηραιός συγγραφέας αναδεύτηκε νευρικά στην καρέκλα του και σκούπισε
προσεκτικά τα δακρυσμένα του μάτια. Πήρε στα τρεμάμενα χέρια του το
μπουκάλι με το εκλεκτό κόκκινο κρασί του Ρήνου και το έφερε για πολλοστή
φορά στα διψασμένα χείλη του. «Χρόνια σου πολλά Βόλφγκαγκ, αγόρι μου,
ευτυχισμένο το νέο έτος!» μονολόγησε τραυλίζοντας...
Έλενα Μαρούτσου - Σελιδοδείκτης από μαλλιά
Τη συνάντησα κατά τύχη στην παραλία μπροστά από το Ενυδρείο, εκεί που
έκαναν οι περισσότεροι μαθητές μπάνιο στα πεταχτά το μεσημέρι μετά απ’
τις εξετάσεις. Εκείνη τη μέρα είχαν δώσει Θρησκευτικά. Μεθαύριο δίνανε
το δικό μου μάθημα.
Φορούσε ένα κόκκινο πλεχτό μαγιό από αυτά που με το νερό βαραίνουν και γρήγορα ξεχειλώνουν. Ήταν ξαπλωμένη στο πλάι με την πλάτη γυρισμένη προς εμένα...
Φορούσε ένα κόκκινο πλεχτό μαγιό από αυτά που με το νερό βαραίνουν και γρήγορα ξεχειλώνουν. Ήταν ξαπλωμένη στο πλάι με την πλάτη γυρισμένη προς εμένα...
Βαγγέλης Μπέκας - Τα σκοτάδια
Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια. Πάει πάνω από μήνας
που την είδα τελευταία φορά, σας λέω είμαι πλέον καλά, βλέπω μονάχα έναν
τύπο με φθαρμένο γκρι σακάκι να με παρακολουθεί κρυμμένος στις γωνιές
του δρόμου, λεπτός, αρρωστιάρης, τα μάγουλά του μαζεμένα μες στο στόμα
του, μασάει και τα δαγκώνει. Θα ’χει μάθει για τα περασμένα μεγαλεία, ο
ηλίθιος, θα ’χει βάλει στο μάτι την περιουσία που σκόρπισα στα μπαρ και
τις πουτάνες...
Μαρία Ξυλούρη - Όλες οι ιστορίες / Οικιακός ωκεανός
Ήθελα να γράψω μια ιστορία που να περιέχει όλες τις ιστορίες. Όσες
πέρασαν, όσες τώρα ξετυλίγουν τα κουβάρια τους, όσες θα ’ρθουν. Κι
ακόμα, τις ιστορίες που υπήρξαν μονάχα στη φαντασία· τις ιστορίες που κι
αυτή ακόμα η φαντασία απέρριψε και όσες αγνοεί. Ήταν ένα έργο
τιτάνειο· ανάγκασα το ένα χέρι μου να γράφει στη μία σελίδα και το
άλλο, ταυτόχρονα, στην άλλη, κι αφού έτσι το μυαλό μου έσπασε σε δύο
κομμάτια αργότερα έσπασε και σε τρία, και σε τέσσερα...
Ευθύμιος Γ. Σακκάς - Απουσία στο παρόν
Χώρος περιορισμένος. Διαφανής, ίσως. Όχι. Από μια άλλη σκοπιά, χώρος
εγγενώς άτοπος. Θέμα, η απουσία στο παρόν. Σκοπός, η προσομοίωση στην
ασάλευτη γαλήνη των πραγμάτων, ή καλύτερα η γαλήνη που τείνει προς το
τίποτα. Άντρας εγκλωβισμένος στην εσωτερική επαναληπτικότητα μιας
ιδιόμορφης δραστηριότητας. Αναπόδραστη περιστροφή λέξεων. Το σημείο
εκκίνησης αποτελεί πάντα και την κατάληξη. Συνεχής κι ανεπανόρθωτη
επανάκαμψη στο σημείο της αρχής εν είδει ασυνέχειας. Μη εφικτή η
λεκτική αποδόμηση της πανομοιότυπης διατύπωσης. Ανεπάρκεια
καταδυναστευτική. Μόνη υποσχόμενη διέξοδος η εκκένωση του
υποκειμένου...
Θανάσης Σκρουμπέλος - Το ταξίδι
Ο Τζώνη δη Τρίπ ή αλλιώς Τζων Λονγκ Σίλβερ ή Ζαν Σεντ Ζαν μπουκάρησε στο κελί μου. «Σήκω. Λέω να την κάνουμε», μου είπε.
Μασούσε κασίς, το έφτυσε κάτω. Το κελί όπως και όλο το κρατητήριο ήταν από χωματόπλινθους. Κύβοι από λάσπη πλασμένοι με άχυρο στεγνωμένοι στον ήλιο. Με το κουτάλι που είχα κρύψει από τον φύλακα και καμιά δυο τρεις ώρες δουλειά θα ανοίγαμε τρύπα στον τοίχο. «Και μετά;», τον ρώτησα...
Μασούσε κασίς, το έφτυσε κάτω. Το κελί όπως και όλο το κρατητήριο ήταν από χωματόπλινθους. Κύβοι από λάσπη πλασμένοι με άχυρο στεγνωμένοι στον ήλιο. Με το κουτάλι που είχα κρύψει από τον φύλακα και καμιά δυο τρεις ώρες δουλειά θα ανοίγαμε τρύπα στον τοίχο. «Και μετά;», τον ρώτησα...
Αλέξης Σταυράτης - Το Τελευταίο Μυθιστόρημα
Κυριακή βράδυ. Κάθεται στο γραφείο του και παλεύει με τα λευκά χαρτιά.
Γράφει μια λέξη, μια φράση, συγχύζεται και τα σκίζει, τα ρίχνει στα
σκουπίδια. Ό,τι γράφει εκεί καταλήγει· πολλά μικρά τίποτα γεμίζουν το
καλάθι του.
Δεν έχει τι άλλο να κάνει, σηκώνεται και γονατίζει στο πάτωμα. Μαζεύει τα τσαλακωμένα χαρτιά, τα ρίχνει στο καλάθι και ύστερα το αναποδογυρίζει. Τα άδεια χέρια ψάχνουν στις πεταμένες φράσεις.
Δεν έχει τι άλλο να κάνει, σηκώνεται και γονατίζει στο πάτωμα. Μαζεύει τα τσαλακωμένα χαρτιά, τα ρίχνει στο καλάθι και ύστερα το αναποδογυρίζει. Τα άδεια χέρια ψάχνουν στις πεταμένες φράσεις.
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου - Ιάσονας
Τον είπε αργοναύτη κι εκείνος έσπασε την πρύμνη του στο βλέμμα της.
Συμπληγάδες ανελέητες. Συνθλίβουν, ό,τι τολμάει να περάσει. Σήκωσε το
κεφάλι και τα είδε. Ένα ζευγάρι πελώρια μάτια. Βλέφαρα απειλητικά.
Μένος κανονικών συμπληγάδων, ενώ, τί πιο φυσιολογικό; Τον ρώτησε τιμή
για το βιβλίο. Από οχτώ ευρώ για εκείνην, έξι..
Βάσια Τσανακάρη - Ο Άνθρωπος που Αγαπούσε τα Βιβλία
“Ξέρετε, αγαπητέ μου, ποιο είναι το πρόβλημα με τον Έλληνα; Ο Έλληνας
δεν διαβάζει. Μάλιστα. Η μέση ελληνική οικογένεια ξοδεύει περίπου οχτώ
ευρώ το μήνα σε βιβλιοπωλεία. Όπως καταλαβαίνετε σ'αυτά τα οχτώ ευρώ
περιλαμβάνονται και είδη χαρτοπωλείου. Μάλιστα!”
Ο ηλικιωμένος βιβλιοπώλης ρούφηξε τη μύτη του και έσφιξε γερά τη σακούλα που ήταν να αφήσει στα απλωμένα χέρια του πελάτη του.
Ο ηλικιωμένος βιβλιοπώλης ρούφηξε τη μύτη του και έσφιξε γερά τη σακούλα που ήταν να αφήσει στα απλωμένα χέρια του πελάτη του.
Γιάννης Φαρσαρης - Ο πρωτοεμφανιζόμενος
«Είσαι ο Δημήτρης Παπασπύρου;». Με το άκουσμα του ονόματός του
κοκάλωσε, μιας και -νεοφερμένος καθώς ήταν στην Αθήνα- τον γνώριζαν
μόνο τέσσερις άνθρωποι, οι δύο εκ των οποίων κάθονταν μερικά μέτρα πιο
πέρα. Είχε μόλις μπει στην τουαλέτα του ακριβού κολωνακιώτικου μπαρ και
έπλενε τα χέρια του. Ένας καλοζωισμένος εξηντάρης, με καρό γραβάτα και
διαπεραστικό βλέμμα του χαμογελούσε ελαφρά μέσα απ’ τον καθρέφτη...
Φίλιππος Φιλίππου -Ευλαλία
Την Ευλαλία την αγαπούσα, ναι, την αγαπούσα τρελά, κάτι με τραβούσε
κοντά της, στο οποίο δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ. Τι ήταν αυτό; θα
ρωτήσετε. Η ομορφιά της; Η καλoσύνη της; Η ευγένειά της; Η
πνευματικότητά της; Η ομορφιά της, βεβαίως, μα και η εκλεκτική μας
συγγένεια: διέθετε μια μεγάλη συλλογή από βιβλία του Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Όχι ποιητικά, μα πεζογραφικά, παλιές συλλογές διηγημάτων σε μετάφραση
σημαντικών λογοτεχνών και λογίων, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Νικόλαου
Σπανδωνή, του Νίκου Σημηριώτη, του Κοσμά Πολίτη...l
Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου -Όνειρο ήτανε…
Οι δυο μεσήλικες κυρίες που μπήκαν τη Δευτέρα το πρωί στο κεντρικό
βιβλιοπωλείο της πόλης, έδειχναν να είναι εντελώς ξένες με το
περιβάλλον. Χαιρέτισαν ευγενικά την υπάλληλο του ταμείου και, πριν αυτή
προλάβει να πει κάτι, ζήτησαν να δουν τον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου. Η
νεαρή υπάλληλος στράφηκε στο συνάδελφό της, ζητώντας με ένα νεύμα να
’ρθει κοντά τους...
Χριστόπουλος Σπήλιος - Το μυστήριο της οδού Τσετβά
Εφημολογείτο ότι στις 22 Δεκεμβρίου, τρεις ημέρες πριν από τη θεία
γέννηση και για μισό περίπου αιώνα, τρεις υπερώριμες κυρίες
προσκολλημένες σε εποχές αλλοτινής αίγλης, πολύ ξεπερασμένης για τα
γούστα ενός αστού του εικοστού πρώτου αιώνα, έδιναν τον ετήσιο χορό στο
νεοκλασικό διώροφο της οδού Τσετβά• ότι διάλεξαν το χειμερινό
ηλιοστάσιο επειδή ήταν μια καλή αφορμή να αποχαιρετούν τη μέγιστη σε
διάρκεια νύχτα και παράλληλα να υποδέχονται την απαρχή ενός σταδιακά
αυξανόμενου ηλιόφωτος.
Νίκος Χρυσός -Τα Λαλάκια
Τα πραγματικά τους ονόματα δεν τα 'μαθα παρά μόνο πολλά χρόνια μετά κι
όταν ήταν πια αργά για να τους απευθύνω τον λόγο, πολύ αργά για να τους
ζητήσω να μοιραστούν μαζί μου την ιστορία τους ή τις ιστορίες των
βιβλίων που με επιμονή κι υπομονή συγκέντρωναν στα ράφια με τα οποία
φόρτωναν το ισόγειο σπίτι τους, δυο μόλις τετράγωνα από τη δική μου
πατρική οικία που είχε κι αυτή με τη σειρά της επιστρέψει στο χώμα στον
μεγάλο σεισμό του ’99, κι έπειτα από το ξαφνικό φευγιό των γονιών μου.
Κι ωστόσο μέχρι σήμερα το πρωί –μια ηλιόλουστη Κυριακή του Φλεβάρη– η
ανάμνησή τους, όταν την ανακαλούσα στον νου μου, ποτέ δεν ήταν μια
λυπητερή ιστορία...
Νίκου Χρυσούε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου