τίτλος: Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχειακής Ορολογίας: πολύγλωσσο και σχολιασμένο
συγγραφέας: Νέστωρ Μπαμίδης
έτος έκδοσης: 2010
πληροφορίες για παραγγελίες: eae@eae[dot]οrg[dot]gr
Παραθέτουμε το προλογικό σημείωματου κ. Ν. Ε. Καραπιδάκη
Το ανά χείρας Λεξικό όρων του Νέστορα Μπαμίδη, διευθυντή των ΓΑΚ-Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας, αποτελεί ένα σταθμό στην εξέλιξη της Αρχειονομίας στη χώρα μας. Και όχι μόνο στη χώρα μας, αφού μέσα από αυτό το Λεξικό η ελληνική αρχειονομική ορολογία γίνεται γνωστή αντιστοιχούμενη με τις άλλες καθιερωμένες ξένες ορολογίες.
Για να εκτιμήσει κανείς τη σημασία του Λεξικού πρέπει να ανατρέξει στην καθιέρωση της ίδιας της έννοιας της αρχειονομίας που ως τη δεκαετία του 1990 απουσίαζε, περίπου, από τη γλώσσα μας και από τα κυριότερα λεξικά της. Σε ορισμένα από αυτά απουσιάζει ακόμα. Ούτε λόγος για πιο εξειδικευμένες έννοιες που αφορούσαν τη διαχείριση της αρχειακής παραγωγής σε όλα τα στάδια της: από τη δημιουργία του τεκμηρίου και τη συγκρότηση του φακέλου έως την οριστική φύλαξη τους, περνώντας συχνά από πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες. Όχι πως η ελληνική γλώσσα και όσοι ελληνόφωνοι είχαν ενσκήψει σε αρχειακά τεκμήρια δεν διέθεταν πολλές λέξεις και συχνά ευφάνταστες για να μιλήσουν για τα αρχεία.Έλειπαν όμως οι καθιερωμένες λέξεις, οι συγκεκριμένες σημασίες που καθιερώνουν έννοιες, με αποτέλεσμα το αρχειακό λεξιλόγιο να παρουσιάζει μια τέτοια πολυμορφία που το καθιστούσε αναποτελεσματικό και δυσλειτουργικό. Αλλωστε η πολυμορφία του δεν έχει ακόμα εντελώς εκλείψει.
Χρειάστηκε να γίνουν πολλές προσπάθειες, άλλοτε συντεταγμένα και άλλοτε σχεδόν τυχαία, ώστε η ελληνική γλώσσα να αρχίσει να διαμορφώνει τη σύγχρονη αρχειακή της ορολογία. Και τούτο σήμαινε ότι έπρεπε να διαθέτει εκείνες τις λέξεις που όχι μόνο απέδιδαν τις ελληνικές αρχειακές πραγματικότητες -πολλές και διαφορετικές συνήθως από αυτές των άλλων χωρών- αλλά έπρεπε αυτές οι λέξεις να αντιστοιχούν και στη διεθνή αρχειακή ορολογία αφού η επιστήμη της Αρχειονομίας εξελισσόταν δυναμικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με τη ώθηση του Διεθνούς Συμβουλίου των Αρχείων (ΛΣΑ), οργανισμού υπό την αιγίδα της Ου-νέσκο. Ο σχεδόν εμπειρικός χαρακτήρας της Αρχειονομίας που είχε διαμορφωθεί προπολεμικά και ακολουθούσε σε κάθε χώρα μια εθνική διαδρομή -πολλοί λίγοι αρχειακοί όροι και αρχειακές πρακτικές είχαν αυτήν την περίοδο καθολική ή διεθνή ισχύ- έγινε τη μεταπολεμική περίοδο αντικείμενο αφαιρετικού στοχασμού ο οποίος αποτυπώθηκε σε πολλά Διεθνή Συνέδρια και «Στρογγυλές Τράπεζες» του ΔΣΑ καθώς και σε πολλά εγχειρίδια και πραγματείες, ώστε η Αρχειονομία από μέθοδος και συγκεκριμένη πρακτική να μετατραπεί σε επιστήμη. Και άρα σε γνωστικό κλάδο που διαθέτει ίδιες έννοιες. Ό,τι έως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν π.χ. αγγλική, αμερικανική γαλλική, ιταλική ή ολλανδική αρχειονομική πρακτική μεταμορφώθηκε, χωρίς πάντα να χάσει την ιδιοπροσωπία της σε Αρχειονομία, μια επιστήμη που σήμερα διαθέτει τις διεθνώς αποδεκτές βασικές της έννοιες.
Η ελληνική εμπειρία όφειλε να προσαρμοστεί σ' αυτήν την μεταμόρφωση του κλάδου από εμπειρία σε επιστήμη. Ας θυμίσουμε, αν και αυτό αποτελεί τη διαπραγμάτευση ενός άλλου θέματος, ότι η Αρχειονομία στην Ελλάδα και η καθυστερημένη ανάπτυξη της επηρεάστηκε τόσο από τη χρόνια δυσλειτουργία των Γενικών Αρχείων του Κράτους που δεν επέτρεπε μια ομοιογενή αντιμετώπιση της λειτουργίας των αρχείων, όσο και από την μη αυτόνομη ανάπτυξη της ως ξεχωριστού γνωστικού πεδίου. Συνήθως, αν όχι πάντα, υποτασσόταν στην παλαιογραφία, στην ιστορία ή ακόμα και στη φιλολογία που η καθεμιά τους της επεφύλασσε μια ειδική αντιμετώπιση και της εφάρμοζε τις δικές της ανάγκες, προσαρμόζοντας την στις δικές της έννοιες με αποτέλεσμα να της αφαιρεί το συνολικό που τη χαρακτηρίζει ως επιστήμη. Ακόμα και καμιά φορά η Αρχειονομία ταυτιζόταν ή ταυτίζεται με την ιστορία των Αρχείων. Ας προσθέσουμε σε αυτά τα προβλήματα, για την ελληνική περίπτωση, την υπερβολική ανάπτυξη των ιδιωτικών ή οιονεί ιδιωτικών συλλογών αρχείων που συχνά συντηρούν μόνο απομονωμένα τεκμήρια ή ακόμα και λείψανα αρχείων με αποτέλεσμα, και συχνά μάλιστα, τα ελληνικά Αρχεία να μοιάζουν περισσότερο με μουσειακές συλλογές παρά με αρχεία. Μεγάλα αρχειακά ζητήματα όπως π.χ. το δικαίωμα πρόσβασης ή του τρόπου περιγραφής τους, της αρχειακής δεοντολογίας έβρισκαν, έτσι, ξεχωριστές λύσεις ανάλογα με τον φορέα της διατήρησης τους.
Από την άλλη μεριά, η πραγματική βούληση για τη βελτίωση της αρχειακής πραγματικότητας της χώρας, από τη δεκαετία του 1980, οδήγησε σε βήματα που υπήρξαν εξόχως θετικά. Οι αρχειονόμοι διαφορετικών φορέων, ανεξαρτήτως βασικής παιδείας, άρχισαν να συγκλίνουν ως προς τις πρακτικές τους με αποτέλεσμα να ομογενοποιηθούν πολλές μέθοδοι σε σημείο που σήμερα ένας αρχειονόμος των ιστορικών αρχείων της Εθνυαίς Τράπεζας π.χ., να μην αισθάνεται ανοίκεια με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.Ένα ευρετήριο συντεταγμένο από έναν αρχειονόμο του ΕΛΙΑ να μην διαφέρει ως προς τη δομή του και την ουσία του από ένα ευρετήριο που συντάσσεται στα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη ή σε μια περιφερειακή υπηρεσία των ΓΑΚ. Δύο παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτή τη σύγκλιση. Η μετάφραση στα ελληνικά, του Διεθνούς Προτύπου Αρχειακής Περιγραφής (ΔΙΠΑΠ) όσο και η ίδρυση της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας η οποία για πολλά χρόνια έφερε κοντά αρχειονόμους από διαφορετικά ιδρύματα και τους έθεσε κοινά προβλήματα. 0 Κώδικας Αρχειακής Δεοντολογίας που προέκυψε αποτελεί ένα απτό παράδειγμα. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την εμφάνιση στην ελληνική γλώσσα, τη δεκαετία του 1990, των πρώτων εγχειριδίων αρχειονομιας, ενός μεταφρασμένου και ενός γραμμένου κατευθείαν στα ελληνικά.
Η ψήφιση του Νόμου περί Γενικών Αρχείων του Κράτους (Ν. 1946/91) συνετέλεσε τόσο στην ενοποίηση των επί μέρους πρακτικών των κρατικών αρχειακών υπηρεσιών που έως τότε ήταν διασπασμένες ή ανύπαρκτες όσο και στην τυποποίηση των εργαλείων έρευνας και των αρχειακών πρακτικών για τις διάφορες αρχειακές λειτουργίες. Επιπλέον, πολύ συγκεκριμένες εγκύκλιοι καθόρισαν για τα ΓΑΚ ορισμένες πρακτικές πρόσκτησης, εκκαθάρισης, εισαγωγής, ταξινόμησης και ευρετηρίασης των αρχείων ώστε να συντελεστεί μια πρώτη εθνική μέθοδος αρχειακής πρακτικής. Ο Νόμος όρισε επιπλέον ένα θεωρητικό πλαίσιο κατανόησης των αρχείων ώστε να διευκολύνεται η συνύπαρξη διαφορετικών φορέων φύλαξης αμβλύνοντας παράλληλα τα προβλήματα ιδιοκτησίας και κατοχής αρχειακών συλλογών. Το σύνολο των παραπάνω οδήγησε στην αποσαφήνιση πολλών αρχειακών όρων αλλά και στην ιδιαιτερότητα της επιστήμης της Αρχειονομίας απομακρύνοντας την, κατά το δυνατόν, από τον εμπειρισμό. Η Αρχειονομία εκτός του κανονιστικού πλαισίου που της καθόριζε έστω και μερικώς ο Νόμος περί Γενικών Αρχείων του Κράτους, αποκτούσε και ένα επίσημο θεωρητικό πλαίσιο το οποίο απάρτιζαν πολλές έννοιες.
Ακολούθησε η ίδρυση του Τμήματος Αρχειονομιας και Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, ενώ έχουν εισαχθεί μαθήματα αρχειονομιας και στα ΤΕΙ Βιβλιοθηκονομίας, έτσι ώστε οι αρχειακές υπηρεσίες να μπορούν να αντλήσουν επιπλέον εξειδικευμένα στελέχη- χωρίς σε καμία περίπτωση να λησμονούμε την συνεισφορά των αρχειονόμων που προέρχονται από τις πιο παραδοσιακές σπουδές της ιστορίας ή, σπανιότερα, της νομικής, και οι οποίοι έλαβαν ή λαμβάνουν την αρχειονομική τους εκπαίδευση μέσα στις αρχειακές υπηρεσίες. Αυτοί έχουν κερδίσει ή κερδίζουν σε πραγματική εμπειρία ό, τι οι άλλοι προσκομίζουν μόνο θεωρητικά.
Η εισαγωγή και η έκρηξη της πληροφορικής μετά το 1990 αποτελεί την άλλη μεταμόρφωση, αν όχι μετουσίωση, της Αρχειονομίας. Στην Ελλάδα, το 1989 δεν υπήρχε ίσως ούτε ένας υπολογιστής στις αρχειακές υπηρεσίες. Σήμερα, το 2010, η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο πλούσια ψηφιοποιημένα αρχειακά τοπία στην Ευρώπη τόσο για τις κρατικές αρχειακές υπηρεσίες όσο και για πολλές ιδιωτικές αρχειακές συλλογές. Η πληροφορική είναι μάλιστα από τα κύρια μαθήματα του Τμήματος Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας. Η μεταμόρφωση αυτή, όπως είναι φυσικό, συνοδεύτηκε και από μια έκρηξη της εξειδικευμένης αρχειακής ορολογίας όπως και εξειδικευμένων εργαλείων αρχειακής διαχείρισης χωρίς τα οποία η Αρχειονομία είναι σήμερα αδύνατη.
Η επιτάχυνση των αρχειονομικών εξελίξεων στο εξωτερικό, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στην αρχειονομική ορολογία και στην επιστήμη της τεκμηρίωσης, μεταμόρφωσαν επίσης την αρχειακή επιστήμη αλλά και τις αρχειακές πολιτικές. Ευρωπαϊκή πολιτική αρχείων, ομογενοποίηση αρχειακών διαδικασιών, κοινή διεθνής και ευρωπαϊκή ορολογία, καθιστούσαν επιτακτική την στοίχιση, σε επίπεδο ορολογίας τουλάχιστον, και της ελληνικής εμπειρίας. Μια ματιά στη βιβλιογραφία του Λεξικού του Νέστορα Μπαμίδη δείχνει πόσα έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια τόσο στην διεθνή αρχειακή κοινότητα όσο και στις εθνικές πρακτικές σε αυτούς τους κλάδους.
0 Νέστορας Μπαμίδης ήταν από τους καλύτερα τοποθετημένους να καταγράψει, μέσω του Λεξικού ίων αρχειονομικών όρων, αυτές τις παραπάνω εξελίξεις. Στέλεχος των Γενικών Αρχείων του Κράτους από το 1989, υπηρέτησε σε παραπάνω από μια αρχειακές υπηρεσίες. Παρακολούθησε από κοντά όλες τις εξελίξεις της υπηρεσίας, όπως τη νομοθετική της μεταβολή, τις κτηριακές της περιπέτειες και την ευρωπαϊκή της διάσταση -υπήρξε μέλος της ευρωπαϊκής επιτροπής εμπειρογνωμόνων- αλλά και την εισαγωγή της πληροφορικής, τη διοργάνωση Διεθνών και εθνικών συνεδρίων, τα σεμινάρια επιμόρφωσης, τις εκδόσεις. Υπήρξε ο υπεύθυνος έργου του μεγαλύτερου συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος ψηφιοποίησης της κρατικής αρχειακής υπηρεσίας που ολοκληρώθηκε μέχρι σήμερα, υπό την επωνυμία Αρχειομνήμων. Ενεργό μέλος, επίσης, της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας από το 1990, συμμετείχε σε πολλές επιτροπές της, υπήρξε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου και σήμερα Πρόεδρος της.
Το Λεξικό του αποτελεί με τον τρόπο του ένα πραγματικό εγχειρίδιο Αρχειονομίας αφού αποσαφηνίζει όλους εκείνους τους λειτουργικούς όρους χωρίς τους οποίους η Αρχειονομία είναι ασύλληπτη και αδύνατη. Προστίθεται, έτσι, στην ελληνική αρχειονομική επιστήμη ένα νέο και πρωτότυπο έργο που μας εμπλουτίζει υποδεικνύοντας ταυτόχρονα και μια αυστηρότερη πειθαρχία στις σχετικές πρακτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου